Σάββατο 22 Αυγούστου 2020

Τα Μουσεία στην Ελλάδα "σήμερα" (Ιούνιος 2011)


Τα Μουσεία στην Ελλάδα "σήμερα" (Ιούνιος 2011)

Ρόδος, Ioύνιος 2011

(ένα παλιό προφητικό και δυστυχώς και πάλι επίκαιρο κείμενo) 

Εις μνήμην Χρήστου και Σέμνης Καρούζου



Η Εφημερίδα Καθημερινή, πιστή στις ορέξεις της Τρόικας και εν όψει της εφαρμογής του Μνημονίου ΙΙ (βλ. «μεσοπρόθεσμο») συνεχίζει τη διαφήμιση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου με ολοσέλιδο αφιέρωμα στην Κυριακάτικη έκδοση της 19ης Ιουνίου 2011, όπου παρουσιάζει την εικόνα της αποτελμάτωσης του μεγαλύτερου Μουσείου της χώρας, ως «μικρή αγγελία πώλησης» σε καλή και συμφέρουσα τιμή, αφού πρώτα περάσει από ένα εικονικό προ-στάδιο μετατροπής του σε Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, κατά το πρότυπο του Μουσείου της Ακρόπολης.  

Η εμβληματική πρόσοψη του Μουσείου απεικονίζεται, χωρίς τα ακρωτήριά του (άραγε και αυτό για λόγους συμβολικούς;), με λιγοστούς επισκέπτες να περιφέρονται περίλυποι στα άλλοτε φιλόξενα σκαλοπάτιά του.  



Στην ίδια σελίδα φιλοξενεί, προς επίρρωση της νεοφιλελεύθερης τοποθέτησης του συντάκτη του άρθρου, τις απόψεις δύο συνταξιούχων καθηγητών της αρχαιολογίας, οι οποίοι, ωστόσο συνεχίζουν ανεμπόδιστα το αρχαιολογικό τους έργο επί πολλά έτη μετά τη συνταξιοδότησή τους, επιχορηγούμενοι από το κατά τα άλλα αδιάφορο ΥΠΠΟΤ και άλλα ιδρύματα, ενώ γύρω τους αυξάνονται με ραγδαίους ρυθμούς οι άνεργοι πρώην φοιτητές τους, έως και τα παιδιά των πρώην φοιτητών τους.  Από τα λεγόμενα των διακεκριμένων αυτών αρχαιολόγων, οι οποίοι φαίνεται ότι λησμόνησαν την Αρχαιολογική Υπηρεσία που υπηρέτησαν κάποτε και οι ίδιοι, διαφαίνεται ότι συμπληρώνουν με το δικό τους λόγο και τρόπο τον κατάλογο των 32 «πνευματικών ανθρώπων» του τόπου που πρόσφατα εκφράστηκαν υπέρ του μνημονίου, οι οποίοι μόνον περήφανους δεν μπορούν να μας κάνουν.


Μαζί τους και ένας πρώην υπουργός Πολιτισμού, ιδρυτής σήμερα του Διαζώματος, μιας πρωτοβουλίας «που φέρνει κοντά κράτος και ιδιωτικό κεφάλαιο προς όφελος της αναστήλωσης και της ανάδειξης αρχαίων θεάτρων».  Από το θλιβερό αυτό πάνελ λείπουν και πάλι οι πραγματικά μαχόμενοι αρχαιολόγοι του κλάδου ενώ δεν παρουσιάζονται οι αληθινοί λόγοι της κατάντιας των Μουσείων, όπως, λ.χ.  τα λιγοστά κονδύλια, οι απολύσεις του προσωπικού, οι επιχορηγήσεις για την ανάδειξη έργων επωνύμων ή συγγενών και φίλων επωνύμων σε βάρος των μνημείων που κινδυνεύουν πραγματικά και βεβαίως σε βάρος των Μουσείων που παραμένουν κλειστά το χειμώνα ή εν μέρει κλειστά κατά τη θερινή περίοδο. 

Είναι αυτονόητο ότι η βασική προϋπόθεση και μεθόδευση για την υλοποίηση των σχεδίων της παράδοσης του δημόσιου πλούτου της χώρας σε αλλότριους είναι η στοχευμένη εγκατάλειψη και η μη αξιοποίηση της περιουσίας του, με τα Μουσεία και τους Αρχαιολογικούς χώρους να αποτελούν ένα σημαντικό κεφάλαιο κερδοφορίας επιτηδείων.  Η παραπάνω μεθόδευση, όπως αποδεικνύεται εκ των υστέρων, αποτελεί μέρος ενός σχεδίου που ετοιμάζεται εδώ και χρόνια.  Η δυσφήμηση των κρατικών Μουσείων, προσφιλές πλέον άθλημα των ΜΜΕ, η δραματική μείωση του προσωπικού, τα περιορισμένα ωράρια επισκέψεων, τα κλειστά κατά τη χειμερινή περίοδο έως το τέλος Μαΐου Μουσεία μας, τα εγκαταλελειμμένα πωλητήρια και κυλικεία του Τ.Α.Π.Α, από τον καιρό του πάλαι ποτέ τέως προέδρου του κ. Ρερέ, έχει σιγά-σιγά και σταθερά επιτύχει την υποτίμηση της αξίας της ανεκτίμητης αυτής περιουσίας και την ευκολότερη και με την συμφερότερη τιμή «πώλησή» της, στο όνομα της λεγόμενης αξιοποίησης και ανάδειξης. 

Το μοντέλο είναι γνωστό από την αρχή της δεκαετίας του 90 και ακούστηκε πρόσφατα δια στόματος του αρχηγού του Eurogroup.  Εφαρμόστηκε με πλήρη αποτυχία στην Ανατολική Γερμανία, μετά την πτώση του τείχους, από την εταιρεία Treuhandanstalt (εννοείται ιδιωτική), η κακοδιαχείριση της οποίας, στις αρχές της δεκαετίας του '90  έστειλε 2,5 εκ. εργαζόμενους στην ανεργία αφού «αξιοποίησε»» ποδειγματικά  8.500 κρατικές επιχειρήσεις με αποτέλεσμα ένα χρέον  270 δισ. μάρκων! (Ελευθεροτυπία29/5/2011, άρθρο Μπάμπη Μιχάλη).  Αυτά για να μην τρέφουμε αυταπάτες ότι, εάν η αναξιοποίητη περιουσία του Τ.Α.Π.Α. (επιμένουμε στο τελευταίο Α) δοθεί με οιονδήποτε τρόπο σε ιδιώτες ή άλλου είδους μεσάζοντες, θα είναι καλύτερα από σήμερα. 

Η πικρή αυτή ιστορία ξεκίνησε την κατά τα άλλα χρυσή δεκαετία του 1980.  Όταν, με πρόσχημα το δημόσιο λογιστικό, άρχισαν να υπογράφονται οι προγραμματικές συμβάσεις με δήμους, σχήμα που μεταλλάχτηκε στα περίφημα Ταμεία Διαχείρισης Πιστώσεων για την Εκτέλεση Αρχαιολογικών Έργων.  Από τότε ξεκίνησε και η ουσιαστική διάλυση του Ενιαίου Φορέα Προστασίας των Μνημείων,  η υποχρηματοδότηση και υπολειτουργία των αποδυναμωμένων Εφορειών, οι οποίες στη συνέχεια ρίχτηκαν στον αγώνα των μεγάλων έργων του Γ’ ΚΠΣ και τώρα των ΕΣΠΑ.  Με τον άθλο των ΚΠΣ, αποτέλεσμα της ενταντικοποίησης της δουλειάς των υπευθύνων αρχαιολόγων, εννοείται χωρίς υπερωριακή αμοιβή και συχνά και με δικά τους έξοδα, ολοκληρώθηκαν πολλά κρατικά Μουσεία, διαμορφώθηκαν αρχαιολογικοί χώροι, χωρίς ωστόσο στη συνέχεια να εξασφαλίζεται, ηθελημένα ή μη, καμία υποδομή για τη συντήρησή τους, χωρίς να δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας, με αποτέλεσμα την εγκατάλειψή τους, γεγονός που παρατηρείται και σε πολλά έργα των ΤΔΠΕΑ, των οποίων η τύχη είναι άγνωστη. 

 Τα Μουσεία, που σήμερα με τόση ευκολία δυσφημίζεi ο συντάκτης του άρθρου, αρχίζοντας από το Εθνικό Αρχαιολογικό, με τα λιγοστά κονδύλια, τις περιορισμένες προσλήψεις δεν θα διασωθούν με την οιαδήποτε ανεξαρτητοποίηση ή ακόμη χειρότερα με την σταδιακή αποκρατικοποίηση, την οποία επικαλείστε εμμέσως πλήν σαφώς ως λύση.  Τα Μουσεία, που στήθηκαν και  ολοκληρώθηκαν με τη σκληρή δουλειά των δημόσιων λειτουργών ανώνυμοι οι περισσότεροι και με τον μέγιστο βαθμό δυσκολίας αλλά από το περίσσευμα της γνώσης και της μελέτης τους με προσωπική εργασία που δεν πληρώνεται,ξενύχτια και οι υπερωρίες, αποτελούν το μεγαλύτερο κεφάλαιο του τόπου, δημόσιο αγαθό και αποτελεί ύψιστο έγκλημα η παράδοσή τους σε  αλλότρια χέρια αδιάφορων και άσχετων managers, ενώ η αποκοπή τους από τις Εφορείας Αρχαιοτήτων, με σκοπό την πολυπόθητη «ανάδειξη ή αξιοποίηση» θα είναι ο βέβαιος θάνατός τους.  

Τα Ελληνικά Μουσεία δεν είναι Μουσεία κλεμμένων αρχαιοτήτων, όπου συχνά αποκαλύπτονται και πλαστές αρχαιότητες, ούτε είναι εκθέσεις έργων τέχνης, αλλά ζωντανοί οργανισμοί με συνεχή και διαλεκτική σχέση με τις ανασκαφές και τη ζωή των πόλεων, που τα φιλοξενούν, σε αντίθεση με τα  Μουσεία της Εσπερίας, όπου όμως ο δημόσιος χαρακτήρας πολλών από αυτά διαφυλάττεται ως κόρη οφθαλμού. Τα μεγάλα δημόσια Μουσεία μας, με πρώτο το  Εθνικό  Αρχαιολογικό είναι τα εμβλήματα του τόπου μας, είναι οι ακροπόλεις μας, που δεν πολιορκούνται από τα ξένα συμφέροντα αλλά ούτε από τα τοπικά.  Δεν είναι χώροι για κυριλέ managers, αλλά για σεμνούς δημόσιους λειτουργούς, χωρίς προσωπική προβολή.  Είναι κτήμα του ελληνικού λαού, για τα οποία είναι όλοι έτοιμοι να αγωνιστούν, όπως αγωνίστηκαν κάποτε η Σέμνη και ο Χρήστος Καρούζος, θάβοντας ευλαβικά τις αρχαιότητες στις παραμονές του πολέμου.  Σε αυτόν τον πόλεμο εμείς δεν έχουμε άλλο παράδειγμα να μιμηθούμε μιας και οι αυτοαποκαλούμενοι πνευματικοί άνθρωποι του τόπου μάς προδίδουν καθημερινά και δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να μας απογοητεύουν και να μάς εκπλήσσουν αρνητικά.


Τα Μουσεία και οι εκθέσεις, που ουδέποτε διαφημίστηκαν, όπως διαφημίστηκε το περίφημο Μουσείο της Ακρόπολης - για να μην ξεχνάμε εκείνα τα πανάκριβα εγκαίνια των 3.000.000 ΕΥΡΩ !!!, όταν κατέρρεαν μνημεία  ή  τις πληθωρικές διαφημίσεις εκθέσεων σε ιδιωτικά μουσεία από τα ΜΜΕ - είναι η υπεραξία της σκληρής μας και μη αμειβόμενης δουλειάς, είναι οι χώροι που φυλάσσονται τα πολύτιμα ευρήματα των ανασκαφών, είναι η κιβωτός της προϊστορίας μας και της ιστορίας μας που δεν παρακμάζει ποτέ και δεν πρόκειται να επιτρέψουμε κανενός είδους εκμετάλλευση από φορείς ξένους προς τον Ενιαίο Φορέα Προστασίας που είναι η Αρχαιολογική Υπηρεσία με τον δημόσιο υπερήφανο χαρακτήρα της. Αυτή είναι και η μόνη απάντηση στην φτιαχτή αυτή κρίση που είναι αποτέλεσμα της κακοδιαχείρισης του νεοφιλελευθερισμού και του παράλογου καπιταλισμού, την οποία δεν θα πληρώσει η πολιτιστική μας κληρονομιά, αλλά εκείνοι που την δημιούργησαν