Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013

Η δικαίωση ενός καθημερινού δημόσιου υπάλληλου

        
Το κεφάλι του ήταν γεμάτο αναμνήσεις από εκείνες τις τόσο μοναδικές για κάθε άνθρωπο.  Το κράταγε σφικτά με το ένα χέρι, για να τις συγκρατήσει μήπως σβήσουν, αν και δεν είχε πονοκέφαλο.  Χρόνια είχε να τον πιάσει πονοκέφαλος, όπως και χρόνια είχε να κλάψει, λες και ήταν κανένας ευτυχισμένος και ανέμελος χαρακτήρας από εκείνους που τους βλέπεις να γελούν, χωρίς προβλήματα, φουρτούνες, στενοχώριες ή από εκείνους τους βολεμένους που όλοι τους στηρίζουν και τους περιτριγυρίζουν γιατί έχουν αυτό που λέμε "πλάτες".  Στο άδειο σπίτι του δεν ήθελε να πηγαίνει.  Έμενε στο γραφείο, έπαιρνε κάτι για το στομάχι από το μηχάνημα που τους είχαν βάλει στη δουλειά, για να μην βγαίνουν έξω, και καθόταν και έγραφε, έγραφε, έγραφε πάντοτε ανούσια έγγραφα αυξάνοντας σε πάχος τους μαύρους φακέλους του αρχείου της υπηρεσίας του. Τα έγγραφα ξαναγύριζαν πάλι σ’αυτόν και έμοιαζε ότι καμία δουλειά δεν τελείωνε, ούτε για αυτήν την ταπεινή και μικρή ηθική ικανοποίηση. 


-Μα τί στο καλό μού συμβαίνει ! Έλεγε και ξανάλεγε. 
-Μα να μην μπορώ να κλάψω, τώρα που μού συμβαίνουν απανωτές οι συμφορές και κυρίως οι θάνατοι, οι δυο των πιο αγαπημένων και κοντινών του ανθρώπων, μαζί ο ένας μετά τον άλλο;  Tόσες αποτυχίες, η μία μετά την άλλη στη δουλειά, οι αλλεπάλληλες άδικες συμπεριφορές, οι αμείλικτοι και τόσο άδικοι προϊστάμενοι, οι χαμένοι μου αγώνες, οι αχαριστίες όσων με τόσο μόχθο έχω ευεργετήσει τα τελευταία χρόνια και τώρα η απειλή της απόλυσης; Ποιανού αμαρτίες πληρώνω; 
Συλλογιζόταν κι έγραφε, έγραφε και συλλογιζόταν. 


Και τί να έλεγε για τα άλλα, για τις μειώσεις στο μισθό που συνεχίζονταν μήνα με τον μήνα, τους φόρους που τον έβαλαν να πληρώσει, λες και ξαφνικά έγινε πλούσιος, αυτός που δεν είχε στον ήλιο μοίρα ενώ τού είχαν μειωθεί και δραματικά οι αποδοχές του έτους και αυξανόταν το άγχος του μήπως και απολυθεί ξαφνικά από τη δουλειά αλλά και μήπως απολυθούν κι οι συνάδελφοί του, οι οποίου εν τω μεταξύ φύλαγαν πολύ καλά τα νώτα τους. Εξακολουθούσε να κρατά σφιχτά το κεφάλι του και να μην καταλαβαίνει το λόγο που συνέβαιναν όλα αυτά. Και δόστου και έγραφε, έγραφε...



-Μα αφού δεν με πονάει ποτέ το κεφάλι μου γιατί εξακολουθώ να το κρατώ σφιχτά; Και αν μού έρθει ξαφνικά καμία μετάθεση; Τί κάνω, πως θα μετακομίσω, με τί λεφτά; Αυτό όμως είναι καλύτερο από την απόλυση, έλεγε με το νου του κρατώντας πάντοτε το κεφάλι με το ένα χέρι. Καλύτερο!  Πολύ καλύτερο είπε ξαφνικά δυνατά με βροντερή φωνή. Τί έχω να φοβηθώ; Mπας και χάσω τη βολή μου; Χα, χα!  Σιγά!  Και  του ξέφυγε ένα αρχαϊκό μειδίαμα, λες και ελευθερωνόταν. 
Με όλες αυτές τις σκέψεις είχε ξεχάσει το λόγο που κράταγε με το ένα χέρι το κεφάλι του σφιχτά και με το άλλο έγραφε απορροφημένος από τα ανούσια κείμενα  «Απαντώντας στο παραπάνω σχετικό σας γνωρίζουμε ότι..... και στο τέλος,  «Ο προϊστάμενος  ....». 


news-piper.blogspot.gr: Monday, February 20, 2012 news-piper.blogspot.com

Ο Προϊστάμενος θα ερχόταν για λίγο το πρωί, και έπειτα κατά τις μία το μεσημεράκι για να υπογράψει και να φύγει γρήγορα-γρήγορα.  Τόνους εγγράφων υπέγραφε αυτός ο Προϊστάμενος που χανόταν από το γραφείο σα σίφουνας προλαβαίνοντας, ωστόσο, πάντοτε να σπείρει τον πανικό και το φόβο σε όλο το γραφείο. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Καληνύχτισε και το θυρωρό που έφευγε με σκυμμένο το κεφάλι, μελαγχολικός, ίσως για παρόμοιους λόγους, αφήνοντας ξεκλείδωτη την πόρτα. Θα την κλείδωνε και πάλι αυτός, όπως πάντα.  Άφησε για λίγο τα έγγραφα και προσπάθησε να φέρει στο προσκήνιο κάποιες από τις αναμνήσεις. Οι εικόνες ήταν και πάλι θολές και ασπόμαυρες. Η μία επάνω στην άλλη λες και ήταν φωτογραφίες που εμφάνιζε στο εργαστήριό του και είχαν στεγνώσει η μία επάνω στην άλλη.  Προσπαθούσε να τις ξεκολλήσει να δει κάτι από τα παλιά, να χαρεί, να δει εκείνες τις φωτογραφίες από τις μεγαλειώδεις πορείες που κρατούσε το πανό με την κοπέλα του. 







Να δει λιγάκι την κορμοστασιά της τη λυγερόκορμη, τη λεπτή της μέση, τα μακριά της μαλλιά και εκείνο το χαμόγελο που φώτιζε την ψυχή του.  Δεν φαινόταν τίποτα,  μόνον το ένα της χέρι που κράταγε το πανό φάνηκε, με ένα ασημένιο δακτυλιδάκι και η άκρη της λουλουδάτης φούστας.  Τη θυμήθηκε εκείνη τη φούστα που την είχε ράψει η μάνα της και εκείνη καμάρωνε και για την μάνα της τη χρυσοχέρα και για την λεπτή της μέση.  Αρχόντισες κι οι δυο, πεντάμορφες, τίς θυμάται όταν πήγαινε σπίτι της να διαβάσουν μαζί για τις εξετάσεις στο πανεπιστήμιο και έπιναν εκείνους τους πικρούς καφέδες που ετοίμαζε στο δισκάκι με το κρύο νερό η μάνα της.



Οι μορφές τους άρχισαν να φωτίζουν το μυαλό και την ψυχή του.  Συνειδητοποιούσε γιατί δεν μπορούσε να κλάψει.  Έμοιαζε λες και είχε απορροφήσει η ψυχή  τους σωματικούς πόνους και ιδίως εκείνους τους πονοκεφάλους που τον βασάνιζαν παλαιότερα και φαίνεται ότι μαζί με τους πόνους απορροφήθηκαν και τα δάκρυα. Ᾱυτό φταίει συλλογίστηκε, χαλάρωσε το χέρι και ακούμπησε το κεφάλι στο γραφείο.  Έτσι, σε αυτήν την άβολη στάστη, τον πήρε ο ύπνος και ονειρεύτηκε εκείνη την πορεία με τους συμφοιτητές και την κοπέλα του. Άκουγε τα συνθήματα και έβλεπε όλους εκείνους με τις υψηλές σήμεραν θέσεις και τις μεγάλες καρέκλες στα Υπουργεία και στις Υπηρεσίες, ονόματα πια μόνον γιαυτόν από τους τίτλους των εφημερίδων και τις ειδήσεις που άκουγε από το ραδιόφωνο, γιατί τηλεόραση δεν έβλεπε καθόλου, αρνούμενος αυτήν την πλύση εγκεφάλου, όπως και αλλά πολλά που επιβάλλουν οι κυβερνώντες.  



Στο τέλος ονειρεύτηκε το μπαούλο του πατρικού του σπιτιού, όπου φύλαγε τις παλιές φωτογραφίες και την λουλουδάτη φούστα της κοπέλας του. Α! εκείνη τη φούστα που ξεχάστηκε στην τελευταία τους εκδρομή στο δικό του σακίδιο κι εκείνος, τα πρώτα χρόνια του σιωπηλού τους χωρισμού, την κράταγε για φυλαχτό.  Αλήθεια, πόσο καιρό είχε να ανοίξει το μπαούλο με τα μικρά του μυστικά! Ξύπνησε έντρομος, κατέβηκε τις δαιδαλώδεις σκάλες της δουλειάς σα σίφουνας και πήγε γρήγορα σπίτι, αφού κλείδωσε καλά το γραφείο.  



Άνοιξε το μπαούλο και άρχισε να βλέπει τις φωτογραφίες, της μάνας του, πεντάμορφη κι αυτή σαν την κοπέλα του, του μικρότερου αδελφού του που πάντοτε ξεχώριζε, ηγετική φυσιογνωμία, στις άλλες πορείες, τις δοξαστικές. Έβλεπε τις φωτογραφίες από το χωριό που έπαιζε στο αλώνι και στο λιακωτό, φωτογραφίες δικές του παιδί με τους γονείς και τα αδέλφια του σε ευτυχισμένα και ξέγνοιαστα χρόνια και ψιθύρισε περήφανα, την αγαπημένη φράση, «Άγιοι Άνθρωποι!», με τα Α κεφαλαία.   Αυτοί ήταν η καταφυγή του και η σκέπη του,  οι άγιοι άνθρωποι, όλοι αυτοί οι αθώοι της οικογένειας και άρχισε να παίρνει δύναμη και να καμαρώνει.  


Πάντα δυσκολευόταν να βρει κάποιους γύρω του να παραμένουν τόσο αθώοι και έντιμοι.  Όλοι υπέκυπταν και έσκυβαν το κεφάλι, άλλοι για το καλό της καριέρας τους, άλλοι για να πλουτίσουν, με περίεργους τρόπους. Οι περισσότεροι είχαν αποκτήσει υψηλές στην κοινωνία. Με αυτές τις σκέψεις τον έπιασε και πάλι η ανησυχία για εκείνην που χάθηκε τόσο ξαφνικά και αναπάντεχα από τη ζωή του.
-Λες να πουλήθηκε και εκείνη στους δαιμόνους που μας κυβερνούν; Σκέφτηκε πάλι όλο αγωνία.
Ήταν μία από τις καλύτερες φοιτήτριες, πρώτη στον αγώνα και πρώτη στα μαθήματα που έλεγαν περηφανευόμενοι οι τότε αριστεροί.  Ποτέ του δεν έμαθε αν αυτό ήταν αλήθεια. Ποτέ  δεν κατάλαβε πού  ήταν πραγματικά πρώτοι και καλύτεροι, γιατί στον αγώνα δεν έβλεπε και πολλά πράγματα, όσο για τα μαθήματα, πολλοί είχαν αρκετά πάρε δώσε με τους καθηγητές, οι οποίοι με τη σειρά τους είχαν κατορθώσει να εκλέγονται με περίεργους τρόπους, γιατί  αληθινά σοφός και ικανός δεν ήταν κανείς τους. Άλλωστε, το είχε μεγάλο παράπονο που δεν γνώρισε ποτέ του κάποιον καθηγητή να τον εμπνέει, κανένα μα κανέναν πραγματικό δάσκαλο. Έτσι, κατέφευγε στο διάβασμα μόνος του. Μελετούσε ώρες ατελείωτες και ρουφούσε τα βιβλία παντού, στο σπίτι, στις βιβλιοθήκες, στα λεωφορεία, στα πλοία.  Αχ, πόσο πολύ ήθελε να  μάθει και να εμπνευστεί και πόσο λαχταρούσε να μεταδίδει τις γνώσεις του στους νεώτερους...
Τώρα, όμως, τού είχε φύγει και η έμπνευση και όλα... Τον στέγνωσαν τα έγγραφα και η άχρηστη γραφειοκρατία.  Ήξερε μόνον ότι έγραφε αυτά που έπρεπε και κρατούσε, έστω και μέσα από αυτήν την τυπική υπηρεσιακή αλληλογραφία, μία σταθερή και αξιοπρεπή στάση, άσχετο αν τού τα άλλαζε, όποτε αντικρούονταν συμφέροντα των μεγάλων και σπουδαίων του τόπου, ο Προϊστάμενος.  Εκείνος πάντοτε κράταγε ένα αντίγραφο των δικών του απόψεων, κάτω από τα υπογεγραμμένα, για τις επόμενες γενιές.  Ήξερε ότι κάποια στιγμή στο μέλλον όλο και θα βρισκόταν ένας νεώτερος που θα που θα του μοιάζει και θα καταλάβαινε... 
Με αυτές τις σκέψεις έπιασε στα  χέρια του τη λουλουδάτη φούστα της κοπέλας του που ακόμη μύριζε σαπούνι.  Κρατώντας στο ένα χέρι το ρούχο και στο άλλο μία φωτογραφία της μάνας του  τον πήραν τα κλάματα. Όσο έκλαιγε τόσο φούντωνε κι ο πονοκέφαλος που και τα δυο έμοιαζαν με λύτρωση παυσίλυπη. 


ContentSegment_16893886$W310_H_R0_P0_S1_V1

Η ζωή του, οι αναμνήσεις, όλες εκείνες οι κολλημένες ασπρόμαυρες φωτογραφίες έγιναν γρήγορα καρέ φιλμ που κυλούσε σε γρήγορη  ταινία, μία έγχρωμη αφήγηση όλης του της ευτυχισμένης ζωής των παιδικών χρόνων, με τα γέλια τα δικά του και των αδελφιών του, το γλυκό χαμόγελο του πατέρα και την αγία μορφή της μάνας. Κι εκείνος να κρύβεται στην αγκαλιά της, την πάντοτε μοσχοβολημένη και να τη μυρίζει  και να την σφίγγει, να την σφίγγει και να κλαίει, να πονάει και να κλαίει νιώθοντας να φεύγει από την ψυχή του εκείνο το αβάσταχτο βάρος και να ελευθερώνεται, να βλέπει επιτέλους χρώματα, θάλασσα, φώς...

Eternity and a Day - Movie info: cast, reviews, trailer on mubi.mubi.com 
Επιτέλους το όνειρο, οι ευτυχισμένες στιγμές, οι επιτυχίες του στις εξετάσεις, οι πρωτιές του στους αγώνες και στα μαθήματα, οι διαλέξεις του στο πανεπιστήμιο, τα επιστημονικά άρθρα που τα έκρυβε σεμνά να μην τα βλέπουν οι άλλοι και τον περνούν για φυτό και η κοπέλα του με την λεπτή μέση και τα μακριά μαλλιά. Να της σφίγγει τη μέση τόσο που να νομίζει ότι θα σπάσει.  Από τη μια να αγκαλιάζει τη μάνα του και από την άλλη την κοπέλα του και εκείνος ο πόνος στο κεφάλι να μεγαλώνει και να του σφάζει την καρδιά.  Τούς έβλεπε όλους να κατεβαίνουν από ψηλά, τα υπέροχα σκαλοπάτια του χρόνου και της νοσταλγίας και μέσα στα κλάματα άρχισε να χαμογελά. 


Τα κλειδιά είχαν μείνει απέξω, στην πόρτα.  Πρώτη φορά είχε ξεχάσει τα κλειδιά στην εξώπορτα του πατρικού σπιτιού που νοίκιαζαν χρόνια τώρα, από τότε που ήταν παιδί.  Η κυρία με τα γκρίζα μακριά μαλλιά, μαζεμένα πρόχειρα με δύο χτενάκια, άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο σπίτι. Περιπλανιόταν για χρόνια σε πνιγηρές επαρχίες και είχε να έρθει στην πόλη εδώ και καιρό.  Τίποτα δεν θύμιζε την κοπέλα με τα μακριά μαλλιά και την λουλουδάτη μακριά φούστα, τίποτα, εκτός από την λεπτή της μέση και τα ωραία χέρια της, με το φτηνό δακτυλιδάκι.  Την είδε και κατάλαβε αμέσως ότι είναι εκείνη και ότι δεν μπορεί, δεν πρέπει να είχε πουληθεί, δεν έμοιαζε να είχε βολευτεί, όπως οι άλλοι. Ναι, τελικά ήταν ίδιοι, αλώβητοι, αθώοι κι οι δυο.  Φαινόταν καθαρά, όχι δεν είχε αλλάξει, δεν πρόδωσε τα όνειρά τους.  Συνέχισε να κλαίει και να πονάει δυνατά στο κεφάλι.  Και όπως ήταν μέσα στο όνειρο και την φαντασία, από τη μια με τη μάνα του και από την άλλη με εκείνην, μπερδεύτηκε το όνειρο με την πραγματικότητα και γίναν ένα, μία στιγμή ευτυχίας που  είχε ανάγκη τόσα χρόνια μοναξιάς και προδοσίας.


 Άπλωσε τα χέρια και την έσφιξε στην αγκαλιά του, τόσο σφιχτά που η μέση της λύγισε και άρχισαν να γέρνουν επάνω  στο πάτωμα, με το λιωμένο χαλί. Οι κινήσεις τους έμοιαζαν με μαγικό χορό, σε  κίνηση αργή.  Δεν μιλούσαν.  Μόνο χόρευαν.  Δεν ξέρει κανείς  πότε σταμάτησαν να χορεύουν και να κοιτάζονται.  Μπορεί αυτό να κράτησε λίγα λεπτά, δευτερόλεπτα ίσως,μπορεί και ώρες πολλές ως το πρωί. 



Εκείνος παρέμενε ακόμη ξαπλωμένος, όταν  όταν εκείνη  άρχισε να σηκώνεται τελετουργικά από το πάτωμα,  λες και συνέχιζε  το μαγικό χορό,  πήρε την φούστα  από το ανοιχτό μπαούλο,  τού σκέπασε το πρόσωπο και άρχισε να τηλεφωνεί... 


                                             movie-ulysses-gaze-by-theodoros-angelopoulos