Σάββατο 18 Μαΐου 2013

H Κυψέλη, οι μετανάστες και τα παγκάκια της ποιήτριας

Ή  πώς ο Σεφέρης δεν έγινε ποτέ ακαδημαϊκός

10 Μαρτίου 1966: H ακαδημία Αθηνών αποφαίνεται ότι με απόφαση της ολομέλειας του 1939, η υποψηφιότητα δεν είναι έγκυρη, εάν δεν συνοδεύεται από δήλωση αποδοχής του υποψηφίου.  Λίγες μέρες πριν ο Σεφέρης έγραφε στον στενό του φίλο Χρήστο Καρούζο:

"Μου είχατε πει ότι σεις και δυο συνάδελφοί σας είχατε λάβει την απόφαση να με προτείνετει στην ολομέλεια της Ακαδημίας.  Απαραίτητη προϋπόθεση αυτής της ενέργειας ήταν να σας γράψω μια επιστολή όπου θα δήλωνε ότι θα δεχόμουν την εκλογή, αν πραγματοποιούνταν.  Τα λόγια σας τα πρόσεξα και τα συλλογίστηκα πολύ και σας παρακαλώ να με συγχωρήσετε αν δεν επέτυχα ν΄ανταποκριθώ στην έκκλησή σας.  Δυστυχώς είμαι έτσι φτιαγμένος που όλα εμποδίζουν να έχω οποιαδήποτε ανάμιξη στη διαδικασία αυτής της εκλογής.... Θα ευχόμουν να μη με χαρακτηρίσετε αρνητικό άνθρωπο, Αλλά ο καθένας μας έχει ορισμένα όρια, θα τα έλεγα βιολογικά, που δεν μπορεί να υπερβεί [...]"



Ο ποιητής στο σπίτι του στα Βουρλά

Ο Σεφέρης, ωστόσο, παραμένει πάντοτε επίκαιρος και μας παρηγορεί, ιδίως τώρα στην πληγωμένη Ελλάδα και στο τέλος είχε τη δύναμη να κάνει και εκείνη την περίφημη δήλωση κατά της Χούντας...κι ας μην ήταν αριστερός.


Ο ποιητής όταν ανακοίνωνε την περίφημη δήλωση κατά της χούντας 

 Ήταν, όμως, άνθρωπος χορτάτος και πλήρης και το κυριότερο ήταν πραγματικός ποιητής, οικουμενικός που μιλά στην ψυχή μας ανεξάντλητα.


Αυτά θυμήθηκα και πάλι όταν άκουσα τις δηλώσεις γνωστής ακαδημαϊκού (και ποιήτριας),  που ενοχλείται από τους μετανάστες της γειτονιάς της,  την οποία, εννοείται, ότι δεν συγκρίνω με τον μεγάλο μας ποιητή, ούτε ποιητικήι αδείαι...


             Η Φωκίωνος Νέγρη στην Κυψέλη και στο βάθος η περίφημη πλατεία

Ομολογώ, ωστόσο,  ότι δεν καταλαβαίνω τί είναι εκείνο που ενοχλεί τόσο πολύ.  Μήπως οι χαρούμενες φωνές των παιδιών που ακούγονται από την πλατεία και δίνουν μία χροιά χαράς στα μελαγχολικά μας μνημονιακά απογεύματα  ή εκείνες οι ωραίες και γελαστές ομάδες των μεταναστών που παίζουν ντάμα ή άλλα επιτραπέζια, σε αντίθεση με τα σκυθρωπά ελληνικά πρόσωπα που απομονώνονται στα καφέ της παρηγοριάς με τα  iPhones. Πάντως εγώ προτιμώ να τους βλέπω στα παγκάκια της πλατείας μου, παρά πίσω από τα συρματοπλέγματα, εκτός εάν η εικόνα αυτή εμπνέει περισσότερο τους ποιητές του σκοτεινού καιρού μας...
..

Θα περίμενα, όμως,  από τους σημερινούς πνευματικούς ανθρώπους και ακαδημαϊκούς του τόπου να ανησυχούν για τον πολιτισμό που χάνεται, που ξεπουλιέται για ένα κομμάτι ψωμί, για τα ωραία σπίτια που θα αγοραστούν από τους άλλους ξένους, τους εκλεκτούς,



Άποψη οικοδομικού τετραγώνου στην Κυψέλη με σπίτια που θα έπρεπε να κηρυχθούν διατηρητέα, όταν ακόμη υπήρχε στη χώρα Υπουργείο Πολιτισμού, Λίγα μέτρα πιο πάνω από την πλατεία με τα κατειλημμένα παγκάκια

 εκείνους δηλαδή  που δεν έχουν ανάγκη τα παγκάκια της πλατείας, αλλά έρχονται σοβαροί και σκυθρωποί με μωβ γραβάτες αποφασισμένοι  να ξεριζώσουν τα πράσινα παγκάκια  για να αναδείξουν την πλατεία των παιδικών μας χρόνων, να γκρεμίσουν τα ωραία παλιά σπίτια της Κυψέλης, που ξεχάστηκαν σε ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα εγκαταλελειμμένα έτοιμα να  πουληθούν  στους επενδυτές σε τιμή ευκαιρίας.  Είναι βέβαιο ότι αυτοί οι ξένοι δεν πρόκειται να ενοχλήσουν τους ποιητές, παρά μόνον τα παιδιά των μεταναστών και περισσότερο τα δικά μας που σε λίγο δεν θα έχουν σπίτια αλλά ούτε και παγκάκια.

Πρόσφατα στη δική μου γειτονιά υπήρχε ένα σιδερένιο παλιό παγκάκι.  Εκεί κοιμόταν για δυο- τρεις νύχτες ένας άστεγος. Έλληνας, δεν έχει και πολλή μεγάλη σημασία. Ένα πρωί ο Δήμος ξερίζωσε το παγκάκι και το πέταξε στην χωματερή... Ήταν, φαίνεται,   η πιο εύκολη λύση για τον ευπρεπισμό της γειτονιάς! Άμεσες λύσεις! Eίναι κρίμα που δεν ζει ο ποιητής σε αυτούς τους  δύσκολους καιρούς για να αναρωτηθεί για μία ακόμη φορά, τί χρειάζονται οι ποιητές...

΄κ

στο χιονισμένο και θαμπό κέντρο της Αθηναϊκής πρωτεύουσας, όπου το χιόνι μαυρίζει γρήγορα και δεν προλαβαίνουν τα παιδιά να παίξουν χιονοπόλεμο και ακόμη χειρότερα να φτιάξουν χιονάνθρωπους.  Μόνον οι αχυράνθρωποι, συνδικαλιστές, πολιτικοί, διευθυντές και επενδυτές φτιάχνονται σε αυτήν την πόλη και κρύβονται σε ύποοπτα νυχτερινά κέντρα, όταν αδειάζουν τα παγκάκια και περιμένουν τους ποιητές...

'Έλεγε, μεταξύ άλλων, επίσης ο Σεφέρης

Συλλογίζομαι αυτόν τον ήσσονα ελληνικό πολιτισμό. Όχι των πνευματικών ρευμάτων, αλλά αυτόν που διεισδύει με την καθημερινή συμπεριφορά: τα γλυκίσματα, την καλλιέργεια της γης, την τέχνη του χτίστη, τις ασήμαντες χειρονονομίες..." 



Και εμένα, παραφράζοντας τον ποιητή, μού λείπουν οι νεκροί.  Είναι βαρύ και δύσκολο με τους ζωντανούς των ημερών μας. Μόνο τα παιδιά που ακούγονται την ώρα του μικρού απόδειπνου από την πλατεία με παρηγορούν και μού ξαναδείχνουν  τον δρόμο των ζωντανών. Μόνον οι φωνές και τα γέλια  των παιδιών από το βάθος της πλατείας με βοηθούν να ελπίζω. Οι άλλοι δεν μού χρειάζονται, περιττεύουν. Ας μείνουν κλεισμένοι στα κέντρα της εξουσίας, αποστειρωμένοι και προστατευμένοι,  μακριά από εμάς όλους τους μετανάστες.