Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

Aκύρωση

Μετά από τη διάλυση κάθε υπόνοιας εγχώριων παραγωγικών δραστηριοτήτων, άρχισαν να τα βάζουν με τα δημόσια αγαθά, το νερό, τον αέρα, το φώς, τα ποτάμια, τους υπάρχοντες χερσαίους και θαλάσσιους δρόμους, και τη γη που δεν ανήκει σε κανένα. Μέσα σε αυτό το σκηνικό καμένης γης, όπως γίνεται πάντοτε στους πολέμους της ιστορίας, ξεπρόβαλαν στην πλημμυρισμένη από αυτόχειρες ανέργους πόλη οι ανιστόρητοι ηγέτες και οι κάθε είδους ελάσσονες προϊστάμενοι, με ρητές εντολές για ξεπούλημα.


«Ξεπουλήστε!»  Αλλά μην κάνετε κουβέντα για το πού βρέθηκαν:  χρυσά ενώτια, δακτύλιοι ημιπολύτιμοι και πολύτιμοι λίθοι, σφραγιδόλιθοι, φαγεντιανές, πήλινοι φαλλοί, περίαπτα, περίτεχνα αγγεία, ειδώλια, επιτύμβιες στήλες, επιγραφές, χρυσά επιστόμια, χρυσοί σφηκωτήρες,αργυρά και χρυσά σκεύη, μυροδοχεία, γυάλινες ψήφοι, χάλκινες πόρπες και εγχειρίδια, αιχμές δοράτων.  Όχι, δεν προέρχονταν από τάφους, δεν ήταν μαζί με οστά γεγυμνωμένα, ακόμη και αν επρόκειτο για βασιλείς.



Τα μουσεία έπρεπε να αποστειρωθούν άμεσα.  Επικράνθη ο Άδης για τους ευαγγελιζομένους τον επίγειο παράδεισο των εργολάβων, των επενδυτών και της ανάπτυξης.  Εξοβελίζεται ο θάνατος από τους πεζόδρομους, με τους πολύχρωμους κυβόλιθους.  



 Στα παγκάκια, στα πεζοδρόμια, στις γέφυρες τοποθετούνται παντού αιχμηρά καρφιά για να μην μπορούν να σταθούν οι άστεγοι.  Αποστειρωμένοι δρόμοι, πλατείες με πλαστικά άνθη, χωρίς χώμα, έτσι που τίποτα να μη θυμίζει το θάνατο, τον άνθρωπο, τον θνητό.  Αποστειρωμένα μουσεία, χωρίς καθημερινές ιστορίες πενήτων, αγροτών, εργατών, απλών ανθρώπων, χωρίς ενδείξεις προέλευσης.  Δεν υπάρχει συνάφεια με το καθημερινό, τη γέννηση και το θάνατο, την αρχή και το τέλος, τη ζωή, τον άνθρωπο.  Αλήθεια πώς θα είναι η τέχνη, χωρίς την ανθρώπινη μυρωδιά, οι δρόμοι με καλοντυμένους πεζούς, ανάμεσα σε εμπόρους ναρκωτικών και οι θάλασσες με πνιγμένους αθώους μετανάστες; Πώς;



Στο συνέδριο καμάρωναν οι «επιστήμονες» και δεν έβλεπαν την ώρα για τα πολυτελή δείπνα και τις δεξιώσεις για να συνεχίσουν τα κουτσομπολιά που σιγοψυθίριζαν στην αίθουσα, την ώρα που γίνονταν οι ανακοινώσεις των παιδιών. Τα παιδιά που τούς έκαναν για τελευταία φορά τη χάρη να μιλήσουν στο συνέδριο, πριν την απόλυσή τους και την άνευ όρων παράδοσή τους στα χέρια των αδηφάγων εργολάβων, με μεροκάματο των 250 ευρώ.


https://www.google.gr/url?sa=i&rct=j&q=&esrc=s&source=images&cd=&cad=rja&docid=LIyfqL-kRQdIhM&tbnid=Sf1BxsycXrKbFM:&ved=0CAMQjhw&url=http%3A%2F%2Fwww.ellada.net%2Fepirpal%2Fgr_conference.php&ei=_DmfUufwIonnswaPl4CYCQ&bvm=bv.57155469,d.Yms&psig=AFQjCNHHB-Lw-koplWhV0BO31PMYBEwd6A&ust=1386253171775774

Τις ίδιες όμως ώρες που στην πρωτεύουσα ελάμβανε χώρα το συνέδριο , στο νησί είχαν ήδη ακυρωθεί οι ίδιοι και η Υπηρεσία τους υποκύπτοντας στις παράλογες ορέξεις των εργολάβων, κάτω από μηχανικό εκσκαφέα βαρέος τύπου που απειλούσε να συνθλίψει τα κορίτσια που προσπαθούσαν να υπερασπιστούν το κύρος της αρχαιότερης Υπηρεσίας του ελληνικού κράτους και το δημόσιο αγαθό της πολιτιστικής κληρονομιάς, μετατρέποντας τις εορτές του συνεδρίου σε θλιβερό μνημόσυνο, εν αγνοία των συνεδριαζομένων.

Και τα κορίτσια,ολομόναχα στο νησί, άρχισαν να ονειρεύονται το ωραίο και ηδονικό υπερωκεάνειο του πληθωρικού και ανθρώπινα υπερρεαλιστή Αντρέα Εμπειρίκου, ξεκινώντας τον ηρωικό και πένθιμο απόπλου προς το δικό τους Μεγάλο Ανατολικό.  


Καληνύχτα σας.



Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2013

Ο αξιότιμος κύριος Ε


Φιγούρα επαίτη: 
Παντελονάκι ημίκοντο  παλαιάς κοπής, ξεβαμμένο,
κατά προτίμηση μπεζ.
Παπουτσάκι λιωμένο, μονόχρωμο καλτσάκι, κατά προτίμηση τρύπιο.
Βαδίζει ελαφρώς παραπαίων, από μια αδιόρατη ευτυχία,
 σκορπίζοντας ατάκες κλισέ, άκυρες
Θα μπορούσε να είναι έως και συμπαθής
αν δεν απέπνεε εκείνη την θλιβερή  αίσθηση μιζέριας. 




Σκοτεινός, τσιγκούνης.
Το πρωί συνδιαλέγεται με εργολάβους,
κηδειών, δημοσίων έργων, παντός είδους εργολάβους.
Το απόγευμα συνομιλεί με κουκουλοφόρους του παρακράτους
για τα προς το ζην.
Φτηνά, ταπεινά θελήματα με σκοτεινό ίδιον όφελος
για τα προς το ζην.

Συχνάζει χαριτωμένος έως και συμπαθής  σε εκδηλώσεις
 όπου προσφέρονται διάφορα  είδη μπουφέ
πλαστικά φαγητά, ό, τι νάναι.
Δεν ξοδεύει.  
Συγκεντρώνει τα προς το ζην,
χωρίς ενδιαφέρον για το ευ ζην.

Υπηρετεί το σύστημα στην πιο παράλογη και βρώμικη εκδοχή του
επαίτης, οσφυοκάμπτης,  χωρίς ίχνος αξιοπρέπειας.
Όχι δεν είναι άστεγος,
δεν είναι άνεργος.
Επιστρέφει σκυφτός, νωρίς το  βράδυ, στο κρύο του σπίτι,


κρύβει στο σαπισμένο στρώμα του τα αργύρια της ημέρας
και κοιμάται ήσυχος, μετρώντας πόσους έχει στείλει στο απόσπασμα.


Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

Αποχαιρετισμός στον Γιώργο Χουρμουζιάδη

Πήγαμε για πρώτη φορά για δουλειά στις ελληνικές επαρχίες με συντροφιά το βιβλίο του Το νεολιθικό Διμήνι. Προσπάθεια για μια νέα προσέγγιση του νεολιθικού υλικού και προσπαθήσαμε να ερμηνεύσουμε και να προσεγγίσουμε τον πολιτισμό μέσα από την μαρξιστική σκέψη, με δάσκαλο τον Γιώργο Χουρμουζιάδη.

Το νεολιθικό Διμήνι

ISBN: 9789602880180
Συγγραφέας: Γιώργος Χουρμουζιάδης
Εκδότης: Βάνιας

Προσπαθήσαμε, διαβάζοντας το έργο του, να δούμε με άλλη ματιά τα αρχαία ερείπια που ανασκάπτουμε από τότε έως σήμερα, την ματιά του ανθρώπου, μέσα από τον καταμερισμό της υλικής και πνευματικής εργασίας, και τον μεγαλύτερο καταμερισμό τους, τον διαχωρισμό της πόλης και της υπαίθρου, μέσα από το πέρασμα από τη βαρβαρότητα στον πολιτισμό, πέρα από την αποστειρωμένη δυτική σκέψη, μέσα από τον ανεξάντλητο διαλεκτικό υλισμό, τη διαδικαστική και αργότερα τη μεταδιαδικαστική αρχαιολογία. Αγωνιστήκαμε να γίνει ο Πολιτισμός κτήμα όλων και κυρίως εκείνων που τους ανήκει, του απλού κόσμου, παράλληλα με την κατανόηση των πρωταρχικών σχηματισμών της κοινωνίας και τη μετάβαση στο δευτερογενή σχηματισμό, τις κοινωνίες τις βασισμένες στην κοινοκτημοσύνη και αργότερα στην ατομική ιδιοκτησία, με όλες τις συμφορές που έφερε και φέρνει στην ανθρωπότητα.


Είχαμε την τύχη να κάνουμε πολλές ανασκαφές, να αποτυπώσουμε τις μοναδικές στιγμές τους, μέσα από την απίστευτη γαλήνη και τη μοναξιά του σκάμματος και να προχωρήσουμε στην επιστημονική τεκμηρίωση,  αναλογιζόμενοι συνεχώς τον μεγάλο δάσκαλο. Μεγάλο χρέος και καθήκον, μήπως και αποκτήσει κι η Ελλάδα τη δική της θεωρητική αρχαιολογία και συνεχίζουμε με όσες δυνάμεις μας απομένουν, σε πείσμα των καιρών.

Είχαμε την τύχη να ετοιμάσουμε πολλές εκθέσεις και να οργανώσουμε νέα Μουσεία, έχοντας ως πρότυπο το δικό του πρωτοποριακό Μουσείο του Βόλου, σε εποχές που οι συνθήκες άρχισαν να μην το επιτρέπουν, γιατί λιγόστευε το φυλακτικό προσωπικό και τα Μουσεία μας έκλειναν το χειμώνα και τα συστήματα ασφαλείας δεν επαρκούσαν, λόγω λιτότητας, λόγω άλλων προτεραιοτήτων και κυρίως λόγω της πάσχουσας δημοσιονομικής πολιτικής.


Διαπιστώσαμε, όπως ακριβώς το είχε μαντέψει κι εκείνος, ότι, εδώ και μερικά χρόνια, οι ανασκαφές, όπως τις ξέραμε, όπως προσπαθούσαμε να διεξάγονται και να δημοσιεύονται, θα απαγορευθούν σιγά-σιγά και θα γίνονται με συνοπτικές διαδικασίες και σε λίγο με εργολαβίες, χειρότερες από εκείνες των εργολαβίσκων της δεκαετίας του ‘60 και του ’70, οι οποίες μετέτρεψαν τις πόλεις μας σε εφιαλτικά τοπία οπλισμένου σκυροδέματος, χωρίς πράσινο, χωρίς δένδρα, σε μη ανθρώπινη κλίμακα, με χιλιάδες ανέργους και θλιμμένους κατοίκους. Αντιμετωπίσαμε πολλά προβλήματα, εμπόδια από τους μέσα κι από τους έξω που τώρα αυξάνονται σε επικίνδυνο βαθμό και μας απαγορεύει να ονειρευτούμε ακόμη και τα ταξίδια στους δρόμους του μεταξιού.


Είδαμε τις πόλεις μας να μετατρέπονται σε ένα τοπίο πυκνής ομίχλης και ένα κακόγουστο σκηνικό για το καλοκαίρι ενός ολοένα και φτηνότερου και μίζερου τουρισμού. Υπηρετήσαμε στην αρχή στο Υπουργείο Πολιτισμού και Επιστημών, έπειτα στο Υπουργείο Πολιτισμού, στο Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού, στο Υπουργείο Παιδείας,Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού ως Γενική Γραμματεία Πολιτισμού και τώρα στο Υπουργείο περισσεύοντος Πολιτισμού και Αθλητισμού, σε μία φθίνουσα πορεία διάβρωσης και διάσπασης του ενιαίου χαρακτήρα της Προστασίας των Μνημείων.  Είδαμε το Υπουργείο, αντί να υπηρετεί τον Πολιτισμό, να εξυπηρετεί διάφορα μικροσυμφέροντα και να «πολιτικοποιείται», χωρίς πολιτική, χωρίς πολιτικό λόγο, χωρίς προγραμματισμό, φτωχό, χωρίς λειτουργικά έξοδα, με επικείμενες οριζόντιες απολύσεις  και φτιασιδωμένη αυστηρότητα μόνον απέναντι σε όσους αγωνίζονται να κρατήσουν τις παρακαταθήκες των παλαιότερων, τα μνημεία του λαού και την επιστήμη σε αξιοπρεπές επίπεδο. Μετράμε ανθρώπινες απώλειες σε λίστες μνημονιακής διαθεσιμότητας, άοπλοι και μοναχικοί αγωνιστές της ελληνικής επαρχίας, της πρωτεύουσας και της συμπρωτεύουσας.


Όμως, σε πείσμα των απαγορεύσεων, εμείς θα ονειρευόμαστε το ταξίδι στον δρόμο του μεταξιού, στην ανατολή και στις θάλασσες, χωρίς ναυαγούς μετανάστες, χωρίς δουλεμπόρους, χωρίς πολέμους και χωρίς τους ανθρωποφάγους και πολέμιους του Πολιτισμού και θα συνεχίσουμε διαβάζοντας τα έργα του Γιώργου Χουρμουζιάδη, του δάσκαλου, του μεγάλου μας θεωρητικού καθοδηγητή και ανασκαφέα της ερμηνείας των σιωπηλών υλικών καταλοίπων του πολιτισμού και Αρχαιολόγου από την αρχή έως το τέλος, ιδίως τώρα που κινδυνεύει όσο ποτέ η πολύτιμη κληρονομιά του τόπου μας, στην οποία αφιέρωσε τη γεμάτη του ζωή ο αρχαιολόγος της νεολιθικής Ελλάδας και της μεγάλης διαδικασίας της παραγωγής και των μετασχηματισμών.


Θα αγωνιστούμε Δάσκαλε για να κερδίσουμε την πρώτη θέση στο ταξίδι του μεταξιού ταξιδεύοντας σε θάλασσες, χωρίς δουλεμπορικά πλοία και σε εύφορη γη  που δεν θα στηρίζεται στη δουλεία και στη δουλοπαροικία αλλά στην ελευθερία, στην γνώση και στον ανθρώπινο πολιτισμό.  

Καληνύχτα και καλό ξημέρωμα, δάσκαλε. 

Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013

Η δικαίωση ενός καθημερινού δημόσιου υπάλληλου

        
Το κεφάλι του ήταν γεμάτο αναμνήσεις από εκείνες τις τόσο μοναδικές για κάθε άνθρωπο.  Το κράταγε σφικτά με το ένα χέρι, για να τις συγκρατήσει μήπως σβήσουν, αν και δεν είχε πονοκέφαλο.  Χρόνια είχε να τον πιάσει πονοκέφαλος, όπως και χρόνια είχε να κλάψει, λες και ήταν κανένας ευτυχισμένος και ανέμελος χαρακτήρας από εκείνους που τους βλέπεις να γελούν, χωρίς προβλήματα, φουρτούνες, στενοχώριες ή από εκείνους τους βολεμένους που όλοι τους στηρίζουν και τους περιτριγυρίζουν γιατί έχουν αυτό που λέμε "πλάτες".  Στο άδειο σπίτι του δεν ήθελε να πηγαίνει.  Έμενε στο γραφείο, έπαιρνε κάτι για το στομάχι από το μηχάνημα που τους είχαν βάλει στη δουλειά, για να μην βγαίνουν έξω, και καθόταν και έγραφε, έγραφε, έγραφε πάντοτε ανούσια έγγραφα αυξάνοντας σε πάχος τους μαύρους φακέλους του αρχείου της υπηρεσίας του. Τα έγγραφα ξαναγύριζαν πάλι σ’αυτόν και έμοιαζε ότι καμία δουλειά δεν τελείωνε, ούτε για αυτήν την ταπεινή και μικρή ηθική ικανοποίηση. 


-Μα τί στο καλό μού συμβαίνει ! Έλεγε και ξανάλεγε. 
-Μα να μην μπορώ να κλάψω, τώρα που μού συμβαίνουν απανωτές οι συμφορές και κυρίως οι θάνατοι, οι δυο των πιο αγαπημένων και κοντινών του ανθρώπων, μαζί ο ένας μετά τον άλλο;  Tόσες αποτυχίες, η μία μετά την άλλη στη δουλειά, οι αλλεπάλληλες άδικες συμπεριφορές, οι αμείλικτοι και τόσο άδικοι προϊστάμενοι, οι χαμένοι μου αγώνες, οι αχαριστίες όσων με τόσο μόχθο έχω ευεργετήσει τα τελευταία χρόνια και τώρα η απειλή της απόλυσης; Ποιανού αμαρτίες πληρώνω; 
Συλλογιζόταν κι έγραφε, έγραφε και συλλογιζόταν. 


Και τί να έλεγε για τα άλλα, για τις μειώσεις στο μισθό που συνεχίζονταν μήνα με τον μήνα, τους φόρους που τον έβαλαν να πληρώσει, λες και ξαφνικά έγινε πλούσιος, αυτός που δεν είχε στον ήλιο μοίρα ενώ τού είχαν μειωθεί και δραματικά οι αποδοχές του έτους και αυξανόταν το άγχος του μήπως και απολυθεί ξαφνικά από τη δουλειά αλλά και μήπως απολυθούν κι οι συνάδελφοί του, οι οποίου εν τω μεταξύ φύλαγαν πολύ καλά τα νώτα τους. Εξακολουθούσε να κρατά σφιχτά το κεφάλι του και να μην καταλαβαίνει το λόγο που συνέβαιναν όλα αυτά. Και δόστου και έγραφε, έγραφε...



-Μα αφού δεν με πονάει ποτέ το κεφάλι μου γιατί εξακολουθώ να το κρατώ σφιχτά; Και αν μού έρθει ξαφνικά καμία μετάθεση; Τί κάνω, πως θα μετακομίσω, με τί λεφτά; Αυτό όμως είναι καλύτερο από την απόλυση, έλεγε με το νου του κρατώντας πάντοτε το κεφάλι με το ένα χέρι. Καλύτερο!  Πολύ καλύτερο είπε ξαφνικά δυνατά με βροντερή φωνή. Τί έχω να φοβηθώ; Mπας και χάσω τη βολή μου; Χα, χα!  Σιγά!  Και  του ξέφυγε ένα αρχαϊκό μειδίαμα, λες και ελευθερωνόταν. 
Με όλες αυτές τις σκέψεις είχε ξεχάσει το λόγο που κράταγε με το ένα χέρι το κεφάλι του σφιχτά και με το άλλο έγραφε απορροφημένος από τα ανούσια κείμενα  «Απαντώντας στο παραπάνω σχετικό σας γνωρίζουμε ότι..... και στο τέλος,  «Ο προϊστάμενος  ....». 


news-piper.blogspot.gr: Monday, February 20, 2012 news-piper.blogspot.com

Ο Προϊστάμενος θα ερχόταν για λίγο το πρωί, και έπειτα κατά τις μία το μεσημεράκι για να υπογράψει και να φύγει γρήγορα-γρήγορα.  Τόνους εγγράφων υπέγραφε αυτός ο Προϊστάμενος που χανόταν από το γραφείο σα σίφουνας προλαβαίνοντας, ωστόσο, πάντοτε να σπείρει τον πανικό και το φόβο σε όλο το γραφείο. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Καληνύχτισε και το θυρωρό που έφευγε με σκυμμένο το κεφάλι, μελαγχολικός, ίσως για παρόμοιους λόγους, αφήνοντας ξεκλείδωτη την πόρτα. Θα την κλείδωνε και πάλι αυτός, όπως πάντα.  Άφησε για λίγο τα έγγραφα και προσπάθησε να φέρει στο προσκήνιο κάποιες από τις αναμνήσεις. Οι εικόνες ήταν και πάλι θολές και ασπόμαυρες. Η μία επάνω στην άλλη λες και ήταν φωτογραφίες που εμφάνιζε στο εργαστήριό του και είχαν στεγνώσει η μία επάνω στην άλλη.  Προσπαθούσε να τις ξεκολλήσει να δει κάτι από τα παλιά, να χαρεί, να δει εκείνες τις φωτογραφίες από τις μεγαλειώδεις πορείες που κρατούσε το πανό με την κοπέλα του. 







Να δει λιγάκι την κορμοστασιά της τη λυγερόκορμη, τη λεπτή της μέση, τα μακριά της μαλλιά και εκείνο το χαμόγελο που φώτιζε την ψυχή του.  Δεν φαινόταν τίποτα,  μόνον το ένα της χέρι που κράταγε το πανό φάνηκε, με ένα ασημένιο δακτυλιδάκι και η άκρη της λουλουδάτης φούστας.  Τη θυμήθηκε εκείνη τη φούστα που την είχε ράψει η μάνα της και εκείνη καμάρωνε και για την μάνα της τη χρυσοχέρα και για την λεπτή της μέση.  Αρχόντισες κι οι δυο, πεντάμορφες, τίς θυμάται όταν πήγαινε σπίτι της να διαβάσουν μαζί για τις εξετάσεις στο πανεπιστήμιο και έπιναν εκείνους τους πικρούς καφέδες που ετοίμαζε στο δισκάκι με το κρύο νερό η μάνα της.



Οι μορφές τους άρχισαν να φωτίζουν το μυαλό και την ψυχή του.  Συνειδητοποιούσε γιατί δεν μπορούσε να κλάψει.  Έμοιαζε λες και είχε απορροφήσει η ψυχή  τους σωματικούς πόνους και ιδίως εκείνους τους πονοκεφάλους που τον βασάνιζαν παλαιότερα και φαίνεται ότι μαζί με τους πόνους απορροφήθηκαν και τα δάκρυα. Ᾱυτό φταίει συλλογίστηκε, χαλάρωσε το χέρι και ακούμπησε το κεφάλι στο γραφείο.  Έτσι, σε αυτήν την άβολη στάστη, τον πήρε ο ύπνος και ονειρεύτηκε εκείνη την πορεία με τους συμφοιτητές και την κοπέλα του. Άκουγε τα συνθήματα και έβλεπε όλους εκείνους με τις υψηλές σήμεραν θέσεις και τις μεγάλες καρέκλες στα Υπουργεία και στις Υπηρεσίες, ονόματα πια μόνον γιαυτόν από τους τίτλους των εφημερίδων και τις ειδήσεις που άκουγε από το ραδιόφωνο, γιατί τηλεόραση δεν έβλεπε καθόλου, αρνούμενος αυτήν την πλύση εγκεφάλου, όπως και αλλά πολλά που επιβάλλουν οι κυβερνώντες.  



Στο τέλος ονειρεύτηκε το μπαούλο του πατρικού του σπιτιού, όπου φύλαγε τις παλιές φωτογραφίες και την λουλουδάτη φούστα της κοπέλας του. Α! εκείνη τη φούστα που ξεχάστηκε στην τελευταία τους εκδρομή στο δικό του σακίδιο κι εκείνος, τα πρώτα χρόνια του σιωπηλού τους χωρισμού, την κράταγε για φυλαχτό.  Αλήθεια, πόσο καιρό είχε να ανοίξει το μπαούλο με τα μικρά του μυστικά! Ξύπνησε έντρομος, κατέβηκε τις δαιδαλώδεις σκάλες της δουλειάς σα σίφουνας και πήγε γρήγορα σπίτι, αφού κλείδωσε καλά το γραφείο.  



Άνοιξε το μπαούλο και άρχισε να βλέπει τις φωτογραφίες, της μάνας του, πεντάμορφη κι αυτή σαν την κοπέλα του, του μικρότερου αδελφού του που πάντοτε ξεχώριζε, ηγετική φυσιογνωμία, στις άλλες πορείες, τις δοξαστικές. Έβλεπε τις φωτογραφίες από το χωριό που έπαιζε στο αλώνι και στο λιακωτό, φωτογραφίες δικές του παιδί με τους γονείς και τα αδέλφια του σε ευτυχισμένα και ξέγνοιαστα χρόνια και ψιθύρισε περήφανα, την αγαπημένη φράση, «Άγιοι Άνθρωποι!», με τα Α κεφαλαία.   Αυτοί ήταν η καταφυγή του και η σκέπη του,  οι άγιοι άνθρωποι, όλοι αυτοί οι αθώοι της οικογένειας και άρχισε να παίρνει δύναμη και να καμαρώνει.  


Πάντα δυσκολευόταν να βρει κάποιους γύρω του να παραμένουν τόσο αθώοι και έντιμοι.  Όλοι υπέκυπταν και έσκυβαν το κεφάλι, άλλοι για το καλό της καριέρας τους, άλλοι για να πλουτίσουν, με περίεργους τρόπους. Οι περισσότεροι είχαν αποκτήσει υψηλές στην κοινωνία. Με αυτές τις σκέψεις τον έπιασε και πάλι η ανησυχία για εκείνην που χάθηκε τόσο ξαφνικά και αναπάντεχα από τη ζωή του.
-Λες να πουλήθηκε και εκείνη στους δαιμόνους που μας κυβερνούν; Σκέφτηκε πάλι όλο αγωνία.
Ήταν μία από τις καλύτερες φοιτήτριες, πρώτη στον αγώνα και πρώτη στα μαθήματα που έλεγαν περηφανευόμενοι οι τότε αριστεροί.  Ποτέ του δεν έμαθε αν αυτό ήταν αλήθεια. Ποτέ  δεν κατάλαβε πού  ήταν πραγματικά πρώτοι και καλύτεροι, γιατί στον αγώνα δεν έβλεπε και πολλά πράγματα, όσο για τα μαθήματα, πολλοί είχαν αρκετά πάρε δώσε με τους καθηγητές, οι οποίοι με τη σειρά τους είχαν κατορθώσει να εκλέγονται με περίεργους τρόπους, γιατί  αληθινά σοφός και ικανός δεν ήταν κανείς τους. Άλλωστε, το είχε μεγάλο παράπονο που δεν γνώρισε ποτέ του κάποιον καθηγητή να τον εμπνέει, κανένα μα κανέναν πραγματικό δάσκαλο. Έτσι, κατέφευγε στο διάβασμα μόνος του. Μελετούσε ώρες ατελείωτες και ρουφούσε τα βιβλία παντού, στο σπίτι, στις βιβλιοθήκες, στα λεωφορεία, στα πλοία.  Αχ, πόσο πολύ ήθελε να  μάθει και να εμπνευστεί και πόσο λαχταρούσε να μεταδίδει τις γνώσεις του στους νεώτερους...
Τώρα, όμως, τού είχε φύγει και η έμπνευση και όλα... Τον στέγνωσαν τα έγγραφα και η άχρηστη γραφειοκρατία.  Ήξερε μόνον ότι έγραφε αυτά που έπρεπε και κρατούσε, έστω και μέσα από αυτήν την τυπική υπηρεσιακή αλληλογραφία, μία σταθερή και αξιοπρεπή στάση, άσχετο αν τού τα άλλαζε, όποτε αντικρούονταν συμφέροντα των μεγάλων και σπουδαίων του τόπου, ο Προϊστάμενος.  Εκείνος πάντοτε κράταγε ένα αντίγραφο των δικών του απόψεων, κάτω από τα υπογεγραμμένα, για τις επόμενες γενιές.  Ήξερε ότι κάποια στιγμή στο μέλλον όλο και θα βρισκόταν ένας νεώτερος που θα που θα του μοιάζει και θα καταλάβαινε... 
Με αυτές τις σκέψεις έπιασε στα  χέρια του τη λουλουδάτη φούστα της κοπέλας του που ακόμη μύριζε σαπούνι.  Κρατώντας στο ένα χέρι το ρούχο και στο άλλο μία φωτογραφία της μάνας του  τον πήραν τα κλάματα. Όσο έκλαιγε τόσο φούντωνε κι ο πονοκέφαλος που και τα δυο έμοιαζαν με λύτρωση παυσίλυπη. 


ContentSegment_16893886$W310_H_R0_P0_S1_V1

Η ζωή του, οι αναμνήσεις, όλες εκείνες οι κολλημένες ασπρόμαυρες φωτογραφίες έγιναν γρήγορα καρέ φιλμ που κυλούσε σε γρήγορη  ταινία, μία έγχρωμη αφήγηση όλης του της ευτυχισμένης ζωής των παιδικών χρόνων, με τα γέλια τα δικά του και των αδελφιών του, το γλυκό χαμόγελο του πατέρα και την αγία μορφή της μάνας. Κι εκείνος να κρύβεται στην αγκαλιά της, την πάντοτε μοσχοβολημένη και να τη μυρίζει  και να την σφίγγει, να την σφίγγει και να κλαίει, να πονάει και να κλαίει νιώθοντας να φεύγει από την ψυχή του εκείνο το αβάσταχτο βάρος και να ελευθερώνεται, να βλέπει επιτέλους χρώματα, θάλασσα, φώς...

Eternity and a Day - Movie info: cast, reviews, trailer on mubi.mubi.com 
Επιτέλους το όνειρο, οι ευτυχισμένες στιγμές, οι επιτυχίες του στις εξετάσεις, οι πρωτιές του στους αγώνες και στα μαθήματα, οι διαλέξεις του στο πανεπιστήμιο, τα επιστημονικά άρθρα που τα έκρυβε σεμνά να μην τα βλέπουν οι άλλοι και τον περνούν για φυτό και η κοπέλα του με την λεπτή μέση και τα μακριά μαλλιά. Να της σφίγγει τη μέση τόσο που να νομίζει ότι θα σπάσει.  Από τη μια να αγκαλιάζει τη μάνα του και από την άλλη την κοπέλα του και εκείνος ο πόνος στο κεφάλι να μεγαλώνει και να του σφάζει την καρδιά.  Τούς έβλεπε όλους να κατεβαίνουν από ψηλά, τα υπέροχα σκαλοπάτια του χρόνου και της νοσταλγίας και μέσα στα κλάματα άρχισε να χαμογελά. 


Τα κλειδιά είχαν μείνει απέξω, στην πόρτα.  Πρώτη φορά είχε ξεχάσει τα κλειδιά στην εξώπορτα του πατρικού σπιτιού που νοίκιαζαν χρόνια τώρα, από τότε που ήταν παιδί.  Η κυρία με τα γκρίζα μακριά μαλλιά, μαζεμένα πρόχειρα με δύο χτενάκια, άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο σπίτι. Περιπλανιόταν για χρόνια σε πνιγηρές επαρχίες και είχε να έρθει στην πόλη εδώ και καιρό.  Τίποτα δεν θύμιζε την κοπέλα με τα μακριά μαλλιά και την λουλουδάτη μακριά φούστα, τίποτα, εκτός από την λεπτή της μέση και τα ωραία χέρια της, με το φτηνό δακτυλιδάκι.  Την είδε και κατάλαβε αμέσως ότι είναι εκείνη και ότι δεν μπορεί, δεν πρέπει να είχε πουληθεί, δεν έμοιαζε να είχε βολευτεί, όπως οι άλλοι. Ναι, τελικά ήταν ίδιοι, αλώβητοι, αθώοι κι οι δυο.  Φαινόταν καθαρά, όχι δεν είχε αλλάξει, δεν πρόδωσε τα όνειρά τους.  Συνέχισε να κλαίει και να πονάει δυνατά στο κεφάλι.  Και όπως ήταν μέσα στο όνειρο και την φαντασία, από τη μια με τη μάνα του και από την άλλη με εκείνην, μπερδεύτηκε το όνειρο με την πραγματικότητα και γίναν ένα, μία στιγμή ευτυχίας που  είχε ανάγκη τόσα χρόνια μοναξιάς και προδοσίας.


 Άπλωσε τα χέρια και την έσφιξε στην αγκαλιά του, τόσο σφιχτά που η μέση της λύγισε και άρχισαν να γέρνουν επάνω  στο πάτωμα, με το λιωμένο χαλί. Οι κινήσεις τους έμοιαζαν με μαγικό χορό, σε  κίνηση αργή.  Δεν μιλούσαν.  Μόνο χόρευαν.  Δεν ξέρει κανείς  πότε σταμάτησαν να χορεύουν και να κοιτάζονται.  Μπορεί αυτό να κράτησε λίγα λεπτά, δευτερόλεπτα ίσως,μπορεί και ώρες πολλές ως το πρωί. 



Εκείνος παρέμενε ακόμη ξαπλωμένος, όταν  όταν εκείνη  άρχισε να σηκώνεται τελετουργικά από το πάτωμα,  λες και συνέχιζε  το μαγικό χορό,  πήρε την φούστα  από το ανοιχτό μπαούλο,  τού σκέπασε το πρόσωπο και άρχισε να τηλεφωνεί... 


                                             movie-ulysses-gaze-by-theodoros-angelopoulos

Σάββατο 17 Αυγούστου 2013


                              Διαφορές...

Μεγαλώσαμε μέσα σε μια μεγάλη αγκαλιά που μύριζε σαπούνι και άνθη λεμονιάς


 ατενίζοντας το φως της  ανατολής που ξεπηδούσε μέσα από περήφανα βουνά.


 Μάθαμε ότι τις νύχτες δεν υπάρχουν φαντάσματα 
 ούτε κακές μάγισσες. Mας έλεγαν παραμύθια
με κάστρα,  


ελαφάκια


 και νεράιδες.


Και εμείς ονειρευόμασταν έναν κόσμο καλύτερο από των παραμυθιών, πέρα μακριά στη θάλασσα που φαινόταν από τα παράθυρα των κάστρων


ή  πιο πέρα, πίσω από τα ψηλά βουνά.  


Τα καλοκαίρια, από τα παλιά ξύλινα μπαλκόνια, ατενίζαμε  έναν κόσμο δίκαιο και ειρηνικό

                             
 και η σκέψη μας ταξίδευε με παλιά καράβια, ακούγοντας ιστορίες σοφών ανθρώπων 
 που ταξίδευαν μαζί με εμπόρους και ναυτικούς ποιητές από την ευρυάγυια* Αλεξάνδρεια ... γελώντας με τρικυμίες και ναυάγια... με αγάπες και με συγκινήσεις της Ασίας. 


Μεγαλώσαμε με μυρωδιά ρίγανης και δυοσμορίνης, 
πλάι στην πέτρα


Οι μνήμες μας ευωδίαζαν πράσινο σαπούνι και εκλεκτό Imperial Leather, πάντοτε με μια διακριτική ευωδιά από εκχυλίσματα λεμονανθών 


Μεγαλώσατε σε ξένες αγκαλιές που δεν μύριζαν άνθη λεμονιάς και
σαπούνι.  Μπορεί να ήταν ακόμη και αγκαλιές γκουβερνάντας με βαρύ άρωμα γαρδένιας ή μυρωδιά από τηγανητά ψάρια, δεν ξέρω.

Efteling_Spookslot_hoofdshow.jpg

Μεγαλώσατε μακριά από την ανατολή και το φως, σε  σπίτια σκοτεινά που μύριζαν μούχλα και ναφθαλίνη, σε κήπους περιφραγμένους με ψηλούς μανδρότοιχους.

cf84cf81ceb9ceb1cebdcf84ceb1cf86cf85cebbcebbceafceb4ceb7cf82-ceb8ceb5cf8ccf86cf81ceb1cf83cf84cebfcf82-ceb3cebacebfcf85ceb2ceb5cf81cebd

 Φοβόσασταν τις μάγισσες γιατί τα παραμύθια σας ήταν γεμάτα τρομακτικές γριές που κατασπάραζαν παιδάκια. Δεν είχατε ελαφάκια και κάστρα παρά μόνον παλάτια.
http://www.youtube.com/watch?v=ZbXniZnbVgY 
Καθόσασταν σε δερμάτινους καναπέδες και μεγαλώνατε με ιστορίες για χρυσάφι, πολύ  χρυσάφι, κλεμμένο από τάφους αρχαίων βασιλιάδων. Έτσι μεγαλώσατε, χωρίς μόχθο, χωρίς αγάπη, χωρίς βουνά και θάλασσες, 

 ArticleImage_26061-jpg.jpg

σε θολά νερά που  προσπαθούσαν εις μάτην να μιμηθούν τις ρωμαϊκές πισίνες, χωρίς όνειρα,


και  το χειρότερο απ΄όλα, χωρίς να έχετε δει ποτέ τον γαλαξία και τα αστέρια, αφού δεν σας άφηναν να βγαίνετε έξω τα βράδυα και να παίζετε στις γειτονιές του φεγγαριού με τα άλλα παιδιά.


Εμείς μεγαλώσαμε  αλλιώς, διαβάζοντας βιβλία σε παραλίες ερημικές, ξυπνώντας πρωί για να δούμε το φως της Ανατολής και να κολυμπήσουμε σε θάλασσες ανοικτές ή για να ανεβούμε στα ψηλά βουνά, μαζί με τα άλλα παιδιά  που μοιράζονταν τα ίδια όνειρα, όπως τότε στην οδό Φιλολάου 24Α, στο Παγκράτι....


 Και να ξέρετε  καλά ότι: 
Α,  όχι δεν ταιριάζουνε σ΄εμάς αυτά... 
Το αίμα της Συρίας και της Αιγύπτου 
που ρέει μες στες φλέβες μας να μην ντραπούμε, 
να το τιμήσουμε και να το καυχηθούμε** 
γιατί εμείς μεγαλώσαμε αλλιώς...
________________________________________________________________________________
* Κ.Π. Καβάφη, Ανέκδοτα ποιήματα 1882-1923, Ἑμπορος Αλεξανδρεύς,σελ. 45,  **Επάνοδος από την Ελλάδα, σελ. 159. Aθήνα 1977: Ίκαρος.