Κραυγή
Με τα λαμπερά μάτια του Σωκράτη στη φυλακή
να βγάζουν σπίθες που φωτίζουν το σκοτεινό όνειρο
σουρρεαλιστικής επανάστασης εις μνήμην του Έκτορα,
με την ευγενική εικόνα του ηδυεπούς Νέστορος
που σφάλισε ευλαβικά τις γλυκειές μνήμες της Αιγύπτου
σε ρωμαϊκό τάφο,
με τα κομψά χέρια του Φίλιππου δεμένα σφιχτά στο σκοτάδι,
έτσι για να μην μπορούν πια να γράφουν,
με τα απέραντα θαλασσινά μάτια του Αντώνη
να συνεχίζουν στην αιωνιότητα,
το όνειρο μιας χαραυγής που δεν τέλειωσε
το όνειρο μιας χαραυγής που δεν τέλειωσε
και να προσεύχονται στο σύμπαν για εμάς τους ελάσσονες,
με τόσους ανθρώπους της θυσίας σε άγνωστες σκοτεινές φυλακές
να προσμένουν την καλήν αντάμωση,
με τόσους πολλούς στην αντίπερα όχθη
Ταξιάρχες, Αρχαγγέλους, Αγγέλους, Μιχάληδες,
Πανάγιους, Διονύσιους, Ηλίες, Θεόδωρους,
Αντώνιους και Αντωνίες,
Αρχοντούλες, Άννες, Χαρίκλειες,
Κρινούλες και Δήμητρες,
Ιουλίες, Κωνσταντίνες, Κανέλλες
Βασίλειους, Γεώργιους,
Μεγάλους και Άγιους του μεγάλου κόσμου και της ερήμου,
πώς αντέχει ο άλλος κόσμος ο μικρός,
πώς, να βλέπει τους αδικούντες και τους ψεύτες,
τους φτηνούς τοκογλύφους, τους απατεωνίσκους,
τους φτηνούς τοκογλύφους, τους απατεωνίσκους,
πώς Θεέ μου, πώς την τόση αδικία
και πώς με την ομορφιά θαμμένη στο σκοτάδι,
πώς την αντέχει τόση ασχήμια γύρω, πώς;
Eις μνήμην τους, πώς;