Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

Επέτειοι και συλλογική μνήμη στην σκόνη του χρόνου

Tην σκόνη του χρόνου την αγγίζαμε στις βαθιές τομές, μέσα στη γη, την ξεχωρίζαμε ευλαβικά με στρωματογραφίες ακριβείας, μέσα στη μοναξιά του σκάμματος. Την ερωτευτήκαμε χιλιάδες φορές, τη μυρίζαμε, τη ρουφούσαμε ποτίζοντας τα πνευμόνια μας. Τρελαινόμασταν να τρέχουμε αξημέρωτα από σκάμμα σε σκάμμα και την προλαβαίναμε, πριν χαθεί... 


Γινόταν ένα με την ανάσα μας σε σκοτεινές αποθήκες, μ΄εκείνην τη χαρακτηριστική μυρωδιά από τον πηλό, την ελαφριά μούχλα και το οξύ. Εξισώσεις στον χρόνο και και το χώρο που ταυτίζαμε και μετρούσαμε σε χιλιοστά. Κι εμείς στίγματα στο άπειρο και στις χιλιετίες. Η σκόνη του χρόνου που τώρα οι άλλοι, εκείνοι οι μη μοχθήσαντες, ξεπουλούν και παραδίδουν στους πολιτικά ορθώς σκεπτόμενους, χωρίς να ξέρουν...


Κι έπειτα είχαμε και την άλλη σκόνη της ιστορικής μνήμης, της άλλης ιστορίας που δεν ανασκάψαμε στο χώμα αλλά αιωρούνταν μέσα στο αίμα μας, στα πολύπλοκα γονίδια από τους τόπους που ήρθαμε μετανάστες της ανατολής και των βουνών, της θάλασσας και των ποταμών, μπορεί και από τους δρόμους του μεταξιού ή από την Βαλτική, κάποτε, ακόμη και με καΐκια  σπό τη Δύση, περνώντας από  τις θάλασσες του Οδυσσέα, ταξιδεύοντας με τους ούρειους ανέμους του ηδονικού Ελπήνορα.


Σκόνη της συλλογικής μνήμης σε ανηφοριές των βουνών και στις ακτογραμμές των προγόνων, σκόνη των σπιτιών που χάσαμε φεύγοντας από τόπο σε τόπο, μετανάστες της αγωνίας για να βρούμε τις πρώτες ύλες και τα κέδρα του Λιβάνου, τις άκαυτες βάτους για τον κλίβανο που έκαιγε στις καρδιές μας και στα όνειρα.


Σκόνη από τους λάκκους των τάφων, σκόνη από τα ρούχα των αγαπημένων μας. Σκόνη που σκέπαζε τα πρόσωπά μας και δεν μας άφηνε να δακρύσουμε για να μην λυπούνται που έφυγαν και μας άφησαν μόνους.


Ο χρόνος δεν θεραπεύει τα πληγωμένα σώματα, τις ματωμένες καρδιές και τα μουδιασμένα χέρια. Κράτησε, όμως, αθώες τις ψυχές μας κι εμάς αξιοπρεπείς, τίμιους, περήφανους. Διαφύλαξε ψηλά τα ονόματά μας και διατηρεί αιώνια την μνήμη των αγαπημένων μας, νικώντας το θάνατο.


Decorated human skulls dated to 9,500 years ago found at the Neolithic site of Tell Aswad, near Damascus http://prehistoricmasterpieces.com/selectedpiece.php

Εκείνος ο χρόνος που δεν μετριέται και ο εκείνος ο θάνατος που δεν ξεπερνιέται, δεν βολεύεται και ταξιδεύει μαζί μας νοσταλγός των ξύλινων τραπεζιών και των βιβλίων που διαβάζαμε βλέποντας τις αφηγήσεις και τα ποικίλα νοήματα με κατάδικές μας εικόνες. Από τα Βαλκάνια στην Αίγυπτο, από το Ιόνιο στο Αιγαίο, απ΄τα βουνά στις θάλασσες, από τη Δύση στην Ανατολή. Η σκόνη που έρχεται και σκεπάζει διαδοχικά στρώματα, σκληρά και καθαρά, χωρίς μεταγενέστερες προσμίξεις, χρονολογημένα με ακρίβεια, λαμπερά χρώματα, χωρίς λάσπη, απαραβίαστα έως την αιωνιότητα.


Η σκόνη του χρόνου σκεπάζει τις μνήμες από  την πρώτη έως την τελευταία, χωρίς κενά, σε συνέχεια,  μαζί με την καλωσύνη και τις αγωνίες, τον μόχθο και τις κακουχίες, τη λύπη και τη χαρά, το ψωμί και την πείνα, τον πόλεμο και την ειρήνη, τα ταξίδια και την ξεκούραση, την γνώση και τα όνειρα, σε ιερά απαραβίαστα θηραυροφυλάκια και την προστατεύει από τους εμπόρους των εθνών που δεν μπορούν να δουν, δεν θέλουν, δεν ξέρουν και δεν θα μάθουν. 


Στο δικό μας μουσείο η πανσέληνος τούς παρακολουθεί από τον ρημαγμένο φεγγίτη και ειρωνεύεται. Το πρόσωπό της, χαραγμένο με σκιές που σχηματίζουν κάναβο, δεν χαμογελά. Μετρά τις χιλιετίες και περιμένοντας την εκφορά των νεκρών ετοιμάζεται να παίξει μια παρτίδα αλλοιώτικο σκάκι με το θάνατο που λοιδωρούν και περιπαίζουν οι έχοντες και κατέχοντες.



                                

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2014

11η Οκτωβρίου.Το τέλος της χάλκινης εποχής ή αλλιώς πώς η καλωσύνη νίκησε το θάνατο


Καθόταν σκεπτικός, ανήσυχος. 
Στο νου του στριφογύριζαν στίχοι,
με λέξεις που έφερνε ο αγέρας από ψηλά, το Λυκοχορό. 
Γύρω πετούσαν καμαρωτά οι πέρδικες του βουνού 
κι εκείνος συλλογιζόταν τις μακρινές λίμνες, τα ποτάμια, τη θάλασσα. 
Δεν είχε χορτάσει το νερό... 
διψούσε πολύ και αργούσαν ακόμη οι βροχές. 
Καλοκαιράκι ακόμη στον τόπο του.
Θα αργήσουν πολύ τα κυκλάμινα φέτος...
Ποτέ του δεν κατάφερε να διαχειριστεί την κακία. 
Την προσπερνούσε κάνοντας ότι δεν την ακούει.

 Ο σκεπτόμενος. Roden

"Η καλωσύνη εδώ που βρέθηκε μες στις λυκοποριές 
Πρέπει νάχει μπαρούτι στο σελλάχι της
 Και να δαγκάνει κάμες" 
Οδ. Ελύτης. 1943

Δεν καταλάβαινε πώς μπορεί να στριμώχνεται
στις ψυχές των ανθρώπων η απληστία,
μπαρούτι δεν είχε ποτέ του, μήτε σελλάχι. 
Πώς μπορούσαν να αποδιώχνουν οι άνθρωποι 
την απλότητα της αγάπης και να μην πονούν! 

Το φιλί. Roden

Εκείνη πάλι, κάτω από τις μυγδαλιές,
ακουμπούσε το κεφάλι της στο χώμα του 'Φρατζάτου' 
και αφουγκραζόταν το χώμα, την ανάσα της γης. 
Τικ-τακ, τικ-τακ... χτυπούσε το σκληροτράχαλο χώμα
και νόμιζε πώς ήταν η καρδιά της.  Ανάσαινε.


Τικ-τακ... μπερδευόταν με την καρδιά της.
Τί ονειρεύεται τώρα στο πέτρινο θρανίο η Αρχόντω; 

Queen' Megaron. A. Evans. The Palace of Minos I. 
Macmillan and Co. Limited. London. 1921, σελ.332. εικ. 232.  

Από μακριά ακουγόταν το μάθημα στο σχολείο. 
Απαγγελίες ποιημάτων έγγραφε στο απογευματινό πρόγραμμα.
Πριν δύσει ο ήλιος η φύση καλωσύνευε.
Έφερνε πιο χαρούμενες τις φωνές των παιδιών.
Δυνάμωναν μαζί με τα τραγούδια των πουλιών.


Επιτύμβια στήλη.450-440 π.Χ.

Mουσικούλες, παρτιτούρες του αγεριού...

"Μα εγώ θέλω να αρπάξω όλους τους ορίζοντες
μέχρι το απογευματινό κοκκίνισμα τ΄ουρανού
πίσω απ΄τα βουνά ή την μαρμάρινη σκάλα"



Ακούστηκε μια δυνατή φωνή από το σχολείο. 
Κανείς, μα κανείς δεν καταλάβαινε τί σήμαινε εκείνη
η μαρμάρινη σκάλα. 

Δεν μου φτάνει μόνο η αρχή, οι ώρες τις ανατολής.  
Θέλω να προλάβω ολόκληρη τη μέρα.


Ήθελε να πει τη ζωή, αλλά ντράπηκε.
Στο βάθος άκουγε ένα κοντσέρτο με πιάνο.


                                  hhttps://www.youtube.com/watch?v=oa2GufMWyvk

Τ' άλλα παιδιά συνέχιζαν εν χορώ την απαγγελία. 
Αντηχούσε τώρα δυνατά, μαζί με το τικ-τακ, τικ-τακ
της τρυφερής ανάσας της γής.

     Στο Περδικόνερο έπαψε να τρέχει το γλυκό νερό.
Ξεράθηκε ο βράχος και το γέρικο  πλατάνι
                   Και στο Λυκοχορό καιρός τώρα που λείπουν οι λεβέντες.
Όμως, πρέπει τα αναστηλώσω όλα
        τα βολετά και τ΄άλλα...
Να τρελάνω κάθε μια ηλιαχτίδα
Να μαζεύω μάραθα και γιασεμιά
Να ψήσω χίλια πήλινα πιατάκια
Να σκορπίσω καλαμπόκι
Να κρατήσω τους παλιούς σπόρους
Για μιαν ανάσα καθαρή
Για να παραμείνει η καλωσύνη στη γη
 Για έναν ειρηνεμένο ύπνο στην παγωμένη νύχτα
Με ζεστή  κόκκινη βελέντζα και μαλακά ρούχα
Και να μυρίσω το κυριακάτικο λιβάνι
Για να ειπώ, αξίζει να τρώω το ψωμί
Αρκεί μια σωστή αναπνοή
βλέποντας τα 'αθάνατα' να ομορφαίνουν
την  τελευταία τους ώρα,
πριν πεθάνουν. 


Ξημέρωνε Κυριακή.
Μέρα ανάπαυσης, πριν από τον μόχθο της δουλειάς
Μέρα αγωνίας, για την βδομάδα που θα ’ρχόταν,
για τα μικρά και τα μεγάλα που θα γίνονταν,
για τα κακά που θα προλάβαινε να μη συμβούν,
από καλωσύνη, από αγάπη, από εξυπνάδα, από το γρήγορο μυαλό του.
Το τικ-τακ από την τρυφερή ανάσα της γης δυνάμωνε.




Βούιζαν στα αυτιά της
Καθώς έμενε σκυμμένη στο χώμα,
παρέα με τα προφητικά της όνειρα.
Δυνάμωναν και οι φωνές των παιδιών του σχολείου.
Μαγικές μουσικές με σάλπιγγες της Ιεριχούς.

Τα δύο κορίτσια είχαν βγει στα παράθυρα του περήφανου σπιτιού
και διάβαζαν δυνατά το αναγνωστικό.
Τις άκουγε όλο το χωριό, αντιλαλούσαν οι φωνές τους στα βουνά:



Η καλωσύνη νικά το θάνατο
τον ξεπερνά, 
δεν τον φοβάται, τον ακυρώνει
με την μνήμη την αιώνια
και βγαίνει στην μαρμάρινη σκάλα
ψηλά-ψηλά
και μας χαμογελά από την Ωραία Πύλη
περήφανη θριαμβεύτρια ηρωίδα της αιωνιότητας


Αττική Λευκή Λύκηθος του ζωγράφου της ομάδας των καλαμιών. 
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο αρ. 1816. 410-400 π.Χ.  

Χαμογελούσε κι έβλεπε τη θάλασσα 
που έτσι κι αλλιώς την είχε στα μάτια του.
Και εκείνη κρατούσε στην αγκαλιά της τους παλιούς σπόρους
με την ελπίδα ότι τα καλά όνειρα
θα φανερωθούν στον κόσμο από τα μαρμάρινα αλώνια,
με την καλωσύνη, την υπομονή και την αξιοπρέπεια.

Κι ας είχε προλάβει μόνον την αρχή, το ξημέρωμα της ζωής.
Για 'κείνον έφθανε...είχε προλάβει. 
Οι άλλοι συνέχιζαν τη μέρα βλέποντας τη δύση της χάλκινης εποχής.


Η Εποχή του Χαλκού. Roden

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2014

ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΓΙΑ ΕΝΑ REQUIEM


H σκάλα δεν οδηγούσε πουθενά. Ούτε επάνω, ούτε κάτω. 

Ένα απέραντο κενό που δεν έμοιαζε με το άπειρο. 
Κι ας ήτανε εμπνευσμένη από ένα θαυμάσιο σχέδιο του Piranesi. 


Κενό, όπως τα μάτια τους.
 Όχι σαν τα άδεια μάτια των αγαλμάτων που είχαν χάσει την υαλόμαζα με το πέρασμα των αιώνων
 αλλά όπως το κενό βλέμμα των ζωντανών που λησμόνησαν τους νεκρούς, 
αφήνοντας στην απέραντη μοναξιά την Περσεφόνη κάτω στον Άδη, χωρίς μνημόσυνα. 



Κι έπειτα γύρισε και ξαναείδε τα άδεια μάτια των αγαλμάτων και τότε κατάλαβε ότι, αν και άψυχα, μπορούσαν ακόμη να μιλούν και να ανακαλούν την μνήμη Της στα όνειρα που ακόμη έβλεπαν τις νύχτες, κλεισμένα στο υπόγειο του Μουσείου. 



Και από τότε άρχισε  να τους λυπάται,  όχι για τις περίτεχνες ή κακότεχνες σκάλες τους, που εις μάτην, χρόνια τώρα κατασκεύαζαν για να ανεβαίνουν  αλλά για την απέραντη  δυστυχία τους, να είναι τόσο υψηλά ιστάμενοι, παντοδύναμοι για να μας διαφεντεύουν  αλλά να μην μπορούν να θυμηθούν, να νοσταλγήσουν και να αγαπήσουν.    

Μνημόσυνο 15 Ιούνη 1994-2014.

Σάββατο 15 Μαρτίου 2014

Χωρίς εισιτήριο...



Ταξιδεύουμε, χωρίς εισιτήριο [1], λαθρεπιβάτες πλοίων, τρένων, αεροπλάνων, αερόστατων και της μνήμης. Άλλοτε πάλι αγοράζουμε αληθινά εισιτήρια και φεύγουμε και όλο φεύγουμε για να μη συνηθίσουμε τη θαλπωρή του σπιτιού που μας φιλοξενεί, για να μη μάθουμε στη μοναξιά και την ησυχία της, για να ξεβολευτούμε, να εκτοξευτούμε!  Φεύγουμε χωρίς σταματημό, ταξιδιώτες του ονείρου.



Μετανάστες σε τόπους μακρινούς, συνήθεις ύποπτοι, κρυβόμαστε σε καμπαρέ του μεσοπολέμου, κοιμόμαστε σε παγκάκια και αυλές μοναστηριών και ξυπνάμε στους δρόμους του μεταξιού, στα νησιά του Πάσχα, στα γκρεμισμένα τείχη του Βερολίνου ή στα συρμάτινα τείχη των συνόρων. 


Το σπίτι που είχαμε γκρεμίστηκε στους μεγάλους σεισμούς.  Το άλλο το χάσαμε στον μεγάλο ξενιτεμό. 'Επειτα ήλθαν οι εργολάβοι και άλλαξαν το τοπίο, την ατμόσφαιρα της γειτονιάς. Τίποτα δεν είναι πια αναγνωρίσιμο. Δεν υπάρχουν τοπόσημα. 


Χάθηκαν τα δρομάκια που παίζαμε μικροί, οι πλατείες έγιναν κακόγουστα πολυτελή εμπορικά κέντρα και εμείς προσπαθούμε να ξανασκεφτούμε τις πόλεις που ζήσαμε, ανακαλώντας στη γεμάτη εικόνες μνήμη  τοπία στην ομίχλη που σκεπάζει η σκόνη του χρόνου. 
_____________________________________________

[1] Eισιτήριο: η λέξη με το μικρότερο θέμα και το μικρότερο έντυπο που σου επιτρέπει τα μεγαλύτερα ανοίγματα στον κόσμο.