Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2011

Εγκαίνιον

Άγνωσται αι  βουλαί των αρχόντων;

Εκπέμπω  στα ερτζιανά κύματα του Λουσίου
μέσα σε βουή άβουλου πλήθους
ανάμεσα σε άναρθρες κραυγές καθημερινότητας
σε πλοία, τρένα, εθνικές οδούς
με τους εμπόρους των Εθνών στα φανάρια των δρόμων
να σπρώχνουν τους μετανάστες στον Άγιο Αντώνιο της Eρήμου.

Bιάζεται η ιστορία από ανόητους πανηγυρικούς εθνικών εορτών 
ακυρώνοντας  για πάντα τις δραματικές επετείους.   
Από μακριά ακούγεται το πιάνο
της  ασιατικής βίλλας Simonette.
Ασπρόμαυρη κάτοψη.
Βαθύτερα ο απόηχος γνώριμου Νειλωτικού τοπίου.
έγχρωμο,οπτικοακουστικό προοπτικό,
έτσι όπως όταν χαράζει το νερό του μεγάλου αφρικανικού ποταμού
η άκρη ουράς  χελιδονιού.
Ο μέγας Νότος, πάντοτε υπερρεαλιστής,
μεγαλοπρέπειας Εμπειρίκιας.

Πετούν τα όνειρα
με σπασμένες φτερούγες από θραύσματα τοιχογραφιών.
Στέλνουν σήμα κινδύνου.
 Δεν ακούει κανείς.
Ποιός είναι εκείνος που συλλογιέται ακόμη
στη βουερή σιωπή του πλήθους;

Δυσκολεύονται τα χαμόγελα των αρχόντων,
παγώνουν
τάχα, για να μην δείχνουν τα σουβλερά τους δόντια στους φοιτητές
της μετάληψης σώματος και αίματος Χριστού
ξεχασμένης σε  άμφια χρυσά ορθόδοξης πολιτικής ορθότητας .
Τους στέλνουν στις λυπημένες επαρχίες
ανάμεσα σε Λούσιο και Αχελώο
Αχέροντα και Αλφειό.

Δυσκολεύονται τα χαμόγελα των αρχόντων
δεν κατανοούν τα αρχαϊκά μειδιάματα
ούτε  τον ήχο των φτερών του καρχαρία.
Πάγωσαν παγιδευμένα σε εκμαγεία
με χλωμό φως όνου σκιάς επάνω σε γύψο
σε μεταμορφώσεις Οβίδιες
έξω από το λουτρό του Αγαμέμνονα
ή στην Αυλίδα της Ιφιγένειας.
Και εμείς ελεύθεροι πολιορκημένοι
στο κάστρο της λησμονιάς
περιμένουμε  άλλοτε την κόρη της Ιωνίας
και άλλοτε τον εναγκαλισμό του Έκτορα με τον Αχιλλέα.  

Μέρες του Ιανουαρίου 2011


Σπάνιο το θέαμα αστέρια και φεγγάρι.  Τί να προμηνύουν άραγε; 

Βγήκε το νέο φεγγάρι στην Αλεξάνδρεια 
κρατώντας το παλιό στην αγκαλιά του
κι εμείς πηγαίνοντας κατά την πόρτα του Ήλιου
μες στο σκοτάδι της καρδιάς-τρεις φίλοι. 

Γιώργος Σεφέρης
Μέρες του Ιουνίου '41








Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2011

Αίγυπτος. Όστρακον. Γραπτή πώρινη πλάκα


Ήλθαν πάλι στο νου μας οι ωραίες μυρωδιές στις κάποτε αποκλεισμένες από τους δυτικούς αραβικές συνοικίες. Συσπάται το μειδίαμα, πρόδρομος εκείνου του αρχαϊκού, στο πρόσωπο του νεαρού Αιγύπτιου.  Κινούνται τα άκρα  για να επιτεθούν στο λιοντάρι που βρυχάται στην κοιλάδα των νεκρών βασιλέων (20η Δυναστεία-1186-1070π.Χ.).  Αλλάζουν οι συμβολισμοί του Νέου Βασιλείου... Δεν είναι ο Φαραώ που προσποιείται ότι επιτίθεται στους εχθρούς της χώρας του. Είναι ο νεαρός Αιγύπτιος στους δρόμους του Καΐρου, της Αλεξάνδρειας, της Ισμαηλίας, του Σουέζ, όλου του τόπου.  Θολά τα τοπία του θυμωμένου Νείλου από τις φωτιές και τα δακρυγόνα του γέρου δικτάτορα τόσων χρόνων.  
Στο βάθος, δεν φαίνεται ακόμη, γυμνή η μούμια του νεαρού Φαραώ Τουταγχαμών.  Γυμνός o βασιλιάς, χωρίς την χρυσή του ένδυση, δείχνει  σε όλο της το μεγαλείο την αναπηρία και την ανημποριά του.   
  
Είναι της ελεγείας η αυδή,

ην έχουν την εσπέραν αι οδοί... 
"Ωδή και Eλεγεία των Oδών" (από τα αποκηρυγμένα ποιήματα του Καβάφη).
ή άλλως
-Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα; 

Συσπάται το αρχαϊκό μειδίαμα στα πρόσωπα με εκείνα τα μάτια του Φαγιούμ.
  


Αρτεμίδωρε, Κουράγιο...
Βλ. http://english.aljazeera.net/watch_now/wa

Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2011

Mουσείο Θεόφιλου



Οι δήμοι, τα δημοτικά Μουσεία και η προστασία της πολιτιστικής κλήρονομιας 
στα χέρια αδαών

Αν ο φημισμένος καλλιτεχνικός εκδότης του Παρισιού Στρατής Ελευθεριάδης (TERIADE) γνώριζε τη σημερινή κατάντια των 86 πινάκων του  λαϊκού μας ζωγράφου Θεόφιλου Χατζημιχαήλ  που διέσωσε και δώρησε το 1964 στο Δήμο Μυτιλήνης,  είναι βέβαιο ότι θα είχε φροντίσει να δοθούν  τα έργα του σε κάποιον άλλον ικανότερο φορέα  της ημεδαπής και γιατί όχι της αλλοδαπής.  Είχε, ωστόσο,  ορθώς επιλέξει να μείνουν τα έργα στον τόπο τους και να τα φυλάσσουν οι κατά καιρούς «δημοκρατικά» εκλεγμένοι εκπρόσωποι της τοπικής κοινωνίας...

Σήμερα, ανάμεσα σε όλα τα απίστευτα που συμβαίνουν στον τόπο μας, μάθαμε  (Ελευθεροτυπία 20-1-2011) ότι τα πρωτότυπα έργα του μεγάλου μας ζωγράφου καταστρέφονται "μέσα"στο Δημοτικό Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης από τον ήλιο, την υγρασία, την έλλειψη θέρμανσης και γενικότερα τις ακατάλληλες συνθήκες (υπαίθρου) που επικρατούν στο Μουσείο στο πλαίσιο της γενικότερης περιφρόνησης και εγκατάλειψης της πολιτιστικής κληρονομιάς μας. 

Και να φαντασθείτε τί μας περιμένει ακόμη με την εφαρμογή του περίφημου «Καλλικράτη»! 
 Ένα είναι βέβαιο ότι με το  επερχόμενο νεοφεουδαρχικό σύστημα θα θρηνήσουμε πολύ και για την πολιτιστική μας κληρονομιά παράλληλα με την απώλεια και του φυσικού μας περιβάλλοντος, όσου έχει απομείνει.... , ιδίως όταν αρχίσουν οι αμαρτωλές  ούτως ή άλλως πολεοδομίες  να μετακομίζουν το χάος τους στους νέους μεγάλους δήμους της χώρας...  

Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011





Κεφάλαιο Α΄  Τα χρόνια της Αιγύπτου 
  
Το μωρό μας
Τις μέρες που γεννήθηκε το μωρό μας ο κοσμοπολίτικος άνεμος της γνώσης και της κομψότητας έπνεε τα λοίσθια στην Αίγυπτο και εμείς γράφαμε ακόμη σε μικρά συννεφάκια τις πρώτες σελίδες της παιδικής μας ηλικίας. Στην πραγματικότητα είμασταν μπερδεμένοι και δεν μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε ανάμεσα στην πραγματική αγάπη μας για τους Αιγύπτιους,με εκείνες τις έντονες μυρωδιές της αραβικής συνοικίας και στον καθωσπρεπισμό της ελληνικής κοινότητας, με το σχολείο, την εκκλησία και τον μεγάλο δημόσιο κήπο, όπου έπρεπε να παίζουμε  με τα  δύστροπα παιδιά των άλλων ελληνικών οικογενειών ενώ στην πραγματικότητα η καρδιά μας λαχταρούσε αληθινά παιχνίδια στη θάλασσα με τους μικρούς Αιγύπτιους.  Η βίλλα Simonette, με το μεγάλο πιάνο, τα λιτά εγγλέζικα έπιπλα και τον κήπο της, μάς υποδεχόταν τα Κυριακάτικα πρωινά στο νοσταλγικό Πορτ-Φουάτ  με το ξεπεσμένο μεγαλείο της, υπαινισσόμενη  ότι είμαστε οπωσδήποτε και εμείς Ευρωπαίοι.  Φωτεινή και τεράστια σε σχέση με το διαμέρισμα  που νοικιάζαμε στην παλιά πολυκατοικία του Πόρτ Σάιντ  συνέτεινε στο εορταστικό κλίμα των Κυριακών, με την απαραίτητη πάντοτε δόση μελαγχολίας που προϋποθέτει η επίγνωση της επιστροφής στην καθημερινότητα του πραγματικού μας σπιτιού. Τα συνεχή σύντομα ταξίδια μας  από την Ασιατική ήπειρο στην Αφρικανική είχαν ως αποτέλεσμα  να ταυτίζουμε την Ασία με τις γιορτές και τις σχόλες,  και την Αφρική με την εργασία και τα καθήκοντα, τα δικά μας και του πατέρα, αφού για τη μητέρα και οι δυο τόποι σήμαιναν πάντοτε πολλή δουλειά και φροντίδα. 


Το πατρικό μας σπίτι και το ορμητήριο των μικρών και μεγάλων αγώνων ήταν  το νοικιασμένο διαμέρισμα στο Πόρτ Σάιντ, από το μεγάλο ξύλινο μπαλκόνι του οποίου, νιώθαμε κυρίαρχοι της Μεσογείου. Μοιάζαμε σαν δύο μικροί πειρατές που θέλαμε να ταξιδέψουμε στο άγνωστο, πέρα από τα παραμύθια που αυτοσχεδίαζε τα βράδια,  από το μυαλό της,  η μητέρα, παραβλέποντας την κούραση της ημέρας.  Το βράδυ ταξιδεύαμε όλοι μαζί σε  τόπους μακρινούς,  με νεραΐδες και μαγικά ραβδάκια,  που έκαναν καλύτερο τον κόσμο. Το σπίτι με τους παλιούς τοίχους, που οι πεσμένοι σοβάδες του σχημάτιζαν χάρτες αλλοτινών  ηπείρων, κουβαλούσε τις αόρατες και ορατές μνήμες της οικογένειας αποπνέοντας εκείνη την κούραση που αποκτούν τα σπίτια με τους πολλούς και ανείπωτους πόνους και τις μικρές, αλλά  χιλιοειπωμένες  χαρές.  Όλα ήταν καλά κρυμμένα στην ψυχή των γονιών, γεγονός που επέτρεπε σε εμάς, τα δύο παιδιά, να ξεκινήσουμε ανεπηρέαστα τη ζωή μας.   Αν μάς έκρυβαν τους πόνους και τις αγωνίες τους, δεν ήταν για κανένα άλλο λόγο, παρά από την απέραντη αγάπη που μάς μετέδιδαν σα θεία μετάληψη μαζί με το παράδειγμα του έντιμου βίου τους.  Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα να αγαπιόμαστε παράφορα, να λαχταρούμε ο ένας για τον άλλο μέσα, ωστόσο, από ένα πνεύμα ελευθερίας και ανεξαρτησίας. 

Ως μικροί πειρατές του ονείρου βγαίναμε κρυφά στον δρόμο, πηδώντας από τα κάγκελα της βίλας Simonette  για να παίξουμε με τα παιδάκια των Αιγυπτίων, μιλώντας περήφανα τη δική τους γλώσσα που γνωρίζαμε σαν μητρική.  Τα δειλά και απλά παιχνίδια μας περιορίζονταν σε ανταλλαγές προϊόντων, κυρίως μικρών καρπών του κήπου μας με φύλλα από τις σειρές των μεγάλων δένδρων του δρόμου που οδηγούσε στη θάλασσα, ή που νομίζαμε ότι οδηγούσε προς τα εκεί. 


Είναι γεγονός ότι όλα αυτά τα πολύπλοκα συναισθήματα, η ξενιτιά, η ελληνικότητα με τη ρομαντική παιδική νοσταλγία της, τα παιδάκια του τόπου και οι συμμαθητές μας στο ελληνικό σχολείο, η σιωπηλή και αγαπημένη οικογένεια, η τρυφερότητα των γονιών μας, οι μυρωδιές που ξεχώριζαν από συνοικία σε συνοικία, οι αυστηρές μορφές των Αιγυπτιωτών που συναντούσαμε στον δρόμο μάς ανάγκασαν από νωρίς να νιώθουμε σε βάθος χαρές και λύπες.   

Την πρώτη όμως και μεγαλύτερη χαρά της ζωής μας νιώσαμε όταν γεννήθηκε το μωρό μας, ο Αντώνης.  Ένα μωρό που έμελλε να γεννηθεί σε γη Αιγυπτιακή από μάνα σαν την Παναγιά και τον ευφυή και έντιμο πατέρα, που το όνομά του μάς έκανε περήφανους σε όλη μας τη ζωή. Καθώς μάλιστα  είχαν περάσει δεκαοκτώ κιόλας μέρες από εκείνα τα Χριστούγεννα και, απ’ όσο θυμάμαι την χρονιά εκείνη δεν είχε φανεί το φωτεινό αστέρι που συνήθως καθοδηγεί τους μάγους παραμένοντας  στον ουρανό για τα παιδιά που γεννιούνται ευλογημένα,  ήλθαν μόνον οι τρεις καλές μοίρες του τόπου με δώρα την ομορφιά, την εξυπνάδα και την καλοσύνη.  Ήταν ένα σωστό αγγελούδι που μεγαλώνοντας έμοιαζε ολοένα και περισσότερο στον ήλιοΤα χαμογελαστά του μάτια κουβαλούσαν τη θάλασσα του Ιονίου, περισσότερο στην καθαρότητα εκείνων των χρόνων, παρά στο χρώμα του απόλυτου γαλάζιου της τόλμης και της αξιοσύνης.  Εκείνη τη χρονιά η χαρά των Χριστουγέννων είχε τη μεγαλύτερη διάρκεια που θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί παιδί στα όνειρά του.  Έλαμπαν τα πρόσωπά μας, κ,ι σα να μην έφτανε όλη εκείνη η αναπάντεχη ευδαιμονία μας, που μάς έκανε να ξεχάσουμε παραμύθια, πειρατές και νεραΐδες, γεμίζαμε και με κάθε λογής δώρα που μάς έφερνε, καθώς έλεγε ο πατέρας, το μωρό μέσα στην κούνια του.  Μικρά μεταβατικά αντικείμενα για να σβηστεί το όποιο τυχόν παραμικρό ίχνος ζήλιας απέναντι στο μωρό, που εμείς όμως, ούτως ή άλλως λατρεύαμε τόσο πολύ, μα τόσο πολύ... που κανείς δεν μάς πίστευε. 


Από τότε δεν βλέπαμε την ώρα να γυρίσουμε όσο γίνεται πιο γρήγορα από το σχολείο στο σπίτι.  Ατέλειωτη μάς φαινόταν η διαδρομή επάνω στο ψηλό σιδερένιο ποδήλατο του πατέρα,  που πριν γεννηθεί το μωρό μας παρακαλούσαμε να κρατήσει όσο γίνεται περισσότερο.  Μοναδική μας έγνοια ήταν να αγκαλιάσουμε το μοσχομυρισμένο μας μωρό, να ακούσουμε το γέλιο του και να δούμε εκείνα τα μάτια της θάλασσας που μάς ταξίδευαν σε κόσμους πιο μαγικούς από τα παραμύθια και τους πειρατές.   Θέλαμε να εισβάλουμε ακόμη και στα όνειρά του, όταν κοιμόταν γαλήνια στην αγκαλιά της μητέρας, η μορφή της οποίας,  από τότε που  έφερε στον κόσμο το μωρό, έμοιαζε με της Παναγιάς. Μας φαινόταν, δε, ότι από από τότε είχε αποκτήσει τόση δύναμη και σοφία που μάς έκανε να μην φοβόμαστε τίποτα, ούτε πολέμους, ούτε σεισμούς, ούτε λιμούς, μόνον τον θάνατο.

undefinedΤην καλόηχη γλώσσα του τόπου νομίζαμε ότι κατείχαμε καλύτερα από την δική μας και ζωγραφίζαμε ολοένα τα ωραία καμπυλόγραμμα αραβικά γράμματα με τις τελείες στα γυαλιστερά αιγυπτιακά τετράδια, αρχίζοντας από το τέλος που ήταν για κείνους η αρχή, έτσι ανάποδα λες και η αρχή είναι το τέλος και το τέλος η αρχή.  Αέναος και τέλειος κύκλος φάνταζε στα μάτια μας εκείνη η  γραφή που ξεχάσαμε όταν τόσο αναπάντεχα φύγαμε πρόσφυγες από τον τόπο που γεννηθήκαμε.  Στην Αίγυπτο μάθαμε τον κύκλο της ζωής μαζί με τα άλλα γράμματα από τα δύο αναγνωστικά μας, το αραβικό και το ελληνικό, που είχαν και τα δύο την ίδια νοσταλγική μυρωδιά που ταυτίστηκε με την πρωτόγνωρη γνώση και την ευτυχία.  Εις μάτην, από τότε, αναζητούμε εκείνη τη μυρωδιά στα βιβλία που διαβάζουμε μέχρι σήμερα.


Η αρχοντιά και η αξιοπρέπεια περίσσευαν ακόμη στην Αίγυπτο εκείνα  τα χρόνια του ελληνισμού,  πριν το 1964.  Λαμπρότερη  όμως φαινόταν  στα μάτια μας  η περηφάνια των ντόπιων, όταν είχαν ακόμη δικαίωμα στο όνειρο των σπουδών και της προκοπής του τόπου τους διώχνοντας τους Ευρωπαίους στις πατρίδες τους και εμάς μαζί, προετοιμάζοντας στην πραγματικότητα ένα  πιο  ζοφερό μέλλον  και περισσότερη φτώχεια εξυπηρετώντας άλλων ξένων τα συμφέροντα μιας και η πλουτοκρατία ήταν και πάλι η νικήτρια στους μάταιους, όπως αποδείχτηκε αργότερα αγώνες τους, που κάποτε θα αναζωπυρωθούν.  Ξένοι και ντόπιοι, νιώθαμε φίλοι και αδέλφια και εμείς καμαρώναμε που είχαμε ως δεύτερη γλώσσα μας την Αραβική, φωνάζοντας το πρωί μετά την προσευχή τρις τα ζήτω για την Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία με την ίδια βροντερή φωνή  που ψέλναμε και τον Εθνικό Ύμνο στην πραγματική Ελευθερία που σήμερα χάθηκε.  Την Αραβική γλώσσα εξασκούσαμε καθημερινά και συνεχίζαμε να χρησιμοποιούμε και τα πρώτα χρόνια του ερχομού μας στην Ελλάδα για να κάνουμε πιο μυστηριώδη την παρουσία μας στην όχι και τόσο φιλόξενη Ελλάδα, λίγο πριν και στις αρχές της επταετίας. 

Αυτό ήταν μια μορφή  προσωπικής μας άμυνας, που θα λειτουργούσε παρόμοια και σήμερα για να βοηθάμε τους αραβόφωνους μετανάστες στον και για εκείνους αφιλόξενο τόπο μας,  αν δεν ξεχνούσαμε την αγαπημένη δεύτερη γλώσσα μας  στα χρόνια που ακολούθησαν παρασυρμένοι από τα μαθήματα του σχολείου και τους νέους έλληνες πια φίλους στην πλατεία της Κυψέλης, όπου μετακομίσαμε. Τους Αιγύπτιους όμως και τότε και σήμερα τούς νιώθουμε καλούς μας φίλους.  Σήμερα,  που ξεχάσαμε την καλόηχη γλώσσα τους,  πικραινόμαστε. γιατί μαζί της  χάθηκαν και εκείνα τα ευτυχισμένα παιδικά χρόνια, όπου το μωρό μας έπαιζε τον πρωτεύοντα ρόλο μαζί με την πρώτη μας πατρίδα που, εμάς τουλάχιστον, ποτέ δεν μάς πρόδωσε, έστω και στα όνειρά μας,  όπως η δεύτερη, η πραγματική... που καθημερινά μάς απαρνιέται στην πραγματικότητα, αλλά και στα όνειρα. 


Η ευδαιμονία του οίκου μας,  που ολοκληρώθηκε τόσο ωραία και ήρεμα με το μωρό μας, μεγάλωνε και μας συντρόφευε στην Αίγυπτο και στα πηγαινέλα μας από την Ασιατική στην Αφρικανική  ήπειρο μέχρι τον μεγάλο ξενιτεμό.   Από όλους μας όμως ίσως πιο πολύ καμάρωνε ο πατέρας.   Ιδίως όταν το παιδί άρχισε να περπατά και να τρέχει.  Στον δρόμο τον κρατούσε σφιχτά  με το στιβαρό του χέρι στον δρόμο, λες και κουβαλούσε ολόκληρη την πατρίδα και τα όνειρά του,  το καμάρι του ή το «μπαστουνάκι» του, όπως έλεγε χαϊδευτικά, με την τρυφερότητα και το χιούμορ του έξυπνου ανθρώπου.  Κατά βάθος φαίνεται ότι μάλλον φοβόταν μήπως βρεθεί κανείς και αρπάξει το παιδί από τα χέρια του και νομίζω ότι όλους μας διακατείχε ενδόμυχος φόβος του χαμού του νομίζοντας ότι η αγάπη μας αρκούσε για να μην χαθεί.  Κανένας δεν επιτρεπόταν να πειράξει το αδελφάκι μας,  όχι μόνο όσο ήταν μικρό και αδύναμο να υπερασπιστεί τον εαυτό του, αλλά και μετά όταν μεγάλωνε.  


Θυμάμαι ότι οι δύο μεγαλύτεροι θυμώναμε για κάθε αδικία που βλέπαμε στο σχολείο και δεν διστάζαμε να τα βάλουμε με τους δασκάλους, όταν εκείνοι αδικούσαν συμμαθητές μας.  Ο μεγαλύτερος αδελφός μάλιστα, έφθανε στο σημείο να κάνει παρέα μόνο με τους κακούς, τακτική που ανησυχούσε τους γονείς, οι οποίοι είμαι σίγουρη ότι κρυφά καμάρωναν, όταν για να δικαιολογήσει τις ‘κακές παρέες’  του,  ισχυριζόταν ότι το κάνει για να γίνουν καλύτεροι άνρωποι.   Το δε μωρό μας, όταν μεγάλωσε, ακολουθώντας πιστά την παράδοση ημών των μεγαλυτέρων, θα ξεπερνούσε κάθε όριο γινόμενος τιμωρός όλων όσων φέρονταν άδικα και ψεύδονταν.  Οι φίλοι και οι συμμαθητές ακόμη διηγούνται τις απίστευτες ιστορίες με τα ανδραγαθήματά του στο γυμνάσιο, που σκοπό είχαν να   αποκαταστήσουν τους αδικημένους στην τάξη. 

Το μωρό μας ξεπερνούσε και τους δυό στις μικρές αταξίες, που είναι αλήθεια ότι εμείς τού διδάσκαμε, θέλοντας να το κάνουμε να μεγαλώσει πριν από την ώρα του για να παίζουμε και οι τρεις μαζί ως συνομίληκοι.  Έτσι, μόλις άρχισε να  περπατά  και να μιλά,  μάς ξεπέρασε και έγινε μπροστάρης σε όλα όσα εμείς από δειλία αποφεύγαμε. Άφοβα, τόλμησε, αυτό που εμείς πάντα τρέμαμε να αντιμετωπίσουμε, το αρπαχτικό ψαλίδι του  κουρέα, που του έκοψε σε αγορίστικο στυλ τα μακριά χρυσαφένια του μαλλάκια, ατρόμητο υποδεχόταν τους παιδιάτρους, με θάρρος ανέβαινε στο ποδήλατο, το πρώτο πέσιμο από το οποίο τού στοίχισε εκείνο το υπέροχο λακκάκι στο βελούδινο μάγουλό του!  Εκείνος, άλλωστε, ζητούσε από τους γονείς όσα εμείς ντρεπόμασταν να μάς επιτρέψουν.   Άφοβο και θαρραλέο το μωρό μας δεν δίσταζε, δεν δείλιαζε προχωρώντας με την ίδια τόλμη που συνέχισε και μεγάλος ως δυνατός άντρας, πάντοτε πρωτοπόρος, προοδευτικός, δίκαιος  με καλοσύνη και γενναιότητα. 



Κεφάλαιο Β΄  Ο μεγάλος ξενιτεμός 

Η Αθήνα της μεγάλης ανοικοδόμησης

Έτσι μάς βρήκε ο ερχομός μας στην Ελλάδα, μετά από ένα ταξίδι με ανάμεικτα συναισθήματα  με το πλοίο Ελληνίς, όπου παίζαμε ασταμάτητα με τρία μικρά αυτοκινητάκια, μινιατούρες που μας ταξίδευαν μαζί με το καράβι,  περισσότερο από αμηχανία για το άγνωστο παρά από παιδική ξεγνοιασιά.  Ο ερχομός μας στην Ελλάδα είχε ταυτιστεί με τους χωματόδρομους της Κυψέλης, σε μία Αθήνα όπου κτίζονταν μαζικά από τους εργολάβους οι πρώτες κακόγουστες πολυκατοικίες με τα υπόγεια.  Ιδιαίτερη προτίμησή μας ήταν οι σωροί των οικοδομικών υλικών, τα βουναλάκια με τα χαλίκια όπου ανεβοκατεβαίναμε σαν τρελλά, μόλις έφευγαν οι οικοδόμοι.  Το μωρό μας ήταν τότε τριών χρονών και παρατηρούσε με απορία και προσοχή από το μπαλκόνι τους οικοδόμους να χτίζουν τις διπλανές πολυκατοικίες. Αγαπημένη μας ασχολία ήταν η μάζωξη στο μπαλκόνι για να τους πω εγώ η μεγαλύτερη αδελφή παραμύθια από το μυαλό μου, μιμούμενη τη μητέρα την οποία είχα πλέον εξαντλήσει να μου διηγείται νύχτες ολόκληρες στην Αίγυπτο παραλλαγές μιας ιστορίας με παλάτια, ελαφάκια χαμένα στο δάσος,  περιγραφές που έμοιαζαν με  εξερευνήσεις αρχαιολόγων και ανακαλύψεις  μυθικών παλατιών με πολλά δωμάτια και πολύτιμα κινητά ευρήματα.  Θυμάμαι ότι στο μωρό άρεσαν πολύ τα παραμύθια μου και τα άκουγε με προσοχή στα τρία χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι να πάει και εκείνο στο σχολείο.  


Στα θελήματα πηγαίναμε και τα τρια αδέλφια  μαζί, αλλά τις παραγγελίες στο φούρνο, στο μπακάλικο του Γιακουμάκη και στον μανάβη, τίς απήγγειλε πάντοτε, με δική μας παράκληση  ο μικρότερος.  Εμείς,  εκ φύσεως δειλοί,  πάντα ντρεπόμασταν και κρυβόμασταν πίσω του.   Και εκείνο, μικρό παιδάκι με τη χάρη, την ομορφιά  και την εξυπνάδα του,  μάς έβγαζε από τη δύσκολη θέση πρόθυμα και αγόγγυστα.  Ολόκληρες λίστες έλεγε απ’έξω.   Στην αρχή, μπερδευόταν με τα κέρματα, έβλεπε τα ρέστα και νόμιζε ότι μάς πλήρωναν και από πάνω οι έμποροι και εμείς, ιδίος ο μεσαίος, ο Νικόλας το πειραχτήρι της οικογένειας, γελούσε, θεωρώντας αστείο την αθωότητα του μικρού στις μικρές αγορές μας στη γειτονιά ενώ  αργότερα έμελλε  με το μαθηματικό του μυαλό και την γνώση να κινεί και να καθορίζει τις αγορές του κόσμου προς όφελος πάντα των μικρών και των φτωχών.  Και σκέφτομαι τώρα πως η δικαιοσύνη και η αγάπη του για τους φτωχούς και τους αδικημένους  και όλη η ιδεολογία του στο πλαίσιο πάντοτε της άδολης αγάπης ήταν τόσο ταιριαστή και με το όνομά του.  Ο Αντώνης μας, που έλεγες το όνομα του και γέμιζε το στόμα και η ψυχή του τρυφερότητα και νοσταλγία της χαράς, κέρδιζε αμέσως την συμπάθεια, αγάπη και σεβασμό από πολύ μικρός.


Κάθε πρωί ξεπροβόδιζε τον πατέρα στη δουλειά, βγαίνοντας στο μπαλκόνι για να του φωνάξει  ‘Καλό δρόμο,’ ευχή δικής του εμπνεύσεως, όπως και τόσα και τόσα δικά του που σημάδεψαν την παιδική ξέγνοιαστη ηλικία μας. Εφευρετικός και άκρως επικοινωνιακός έπαιρνε πρωτοβουλίες, όπως να μάς καλεί με τους πιο πρωτότυπους τρόπους  για το πάντοτε υπέροχο μεσημεριανό φαγητό της μητέρας, την οποία παρακολουθούσε και βοηθούσε στην προετοιμασία του παράλληλα με τις πολυποίκιλες ασχολίες του.    Δύσκολα ωστόσο,  αυτό το τόσο γενναίο παιδί,  δέχτηκε την μετάβασή του στο σχολείο.   Φαίνεται ότι στην παιδική του λογική  δεν μπορούσε να διαννοηθεί ότι θα είναι στην τάξη χωρίς την μητέρα.  Απόλυτα λογικό αφού έως τότε ήταν τόσο κοντά της, στη ζεστή και μυρωδάτη αγκαλιά.  Τώρα που το σκέφτομαι, αυτό το μικρό δράμα που ζούσε η οικογένειά μας, με το κλάμα του που ράγιζε τις καρδιές μας, ίσως παιζόταν και σκόπιμα θέλοντας περισσότερο να ικανοποιήσει εκείνην,  που θα τής έλειπε τις ώρες του σχολείου  παρά  από δική του ανασφάλεια και φόβο.  Πού να ήξερε ότι άθελά του θα τον στερούνταν κάποτε για πάντα ή μήπως ... το προαισθάνονταν και ήθελε να την  χορτάσει.  Δεν ξέρω τί να πω, αλλά είμαι βέβαιη ότι όλος ο πόνος εκείνου του αποχωρισμού είχε περισσότερο σχέση με την απέραντη αγάπη για εκείνην παρά δειλία και φόβο για το σχολείο και τη δική του μοναξιά.  Είναι γεγονός ότι αυτό του κλάμα και η πεποίθηση ότι θα έπρεπε οπωσδήποτε να είναι και εκείνη στο σχολείο μαζί του  ήταν γιατί πίστευε ότι ήταν παράδοξο να τήν αφήνει μόνη. Αυτό το παράδοξο που έγινε αργότερα τόσο τραγικά  και απροσδόκητα.   Έτσι κατόρθωσε να την έχει για ένα διάστημα μαζί του στην τάξη πετυχαίνοντας,  σε πείσμα της παγκόσμιας  παιδαγωγικής,  μία επαναστατική εφαρμογή, την παραμονή στην τάξη με την μητέρα...

Ανάρτηση ανήμερα του Αγίου Αντωνίου.  Βλ.  



 [συνεχίζεται]



Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2011

Antonius. Ιn memoriam 13-1-2011



O Οικουμενικός 

Eις μάτην ερευνούμε τα απύθμενα βάθη,
όπου χάνονται οι άνθρωποι στον χρόνο τον αέναο, 
τώρα που τέλειωσαν οι Κυριακές οι  αναστάσιμες
και έγινε φθινόπωρο η ζωή μας. 

Ατελείωτοι και  σκοτεινοί  περιμένουν οι χειμώνες.  
Στην ρυτιδιασμένη επιφάνεια των υδάτων
απολεπίστηκαν οι κυανές αποχρώσεις.
Και αφότου  τα τεφρά χρώματα  του φθινοπώρου
σκέπασαν το γαλάζιο των ματιών σου
που  χάραζε το νερό και άνοιγε θαλάσσιους δρόμους στο όνειρο,
βουλιάζει ο κόσμος,   
βυθίζεται στον χρόνο τον αμείλικτο.

Συρρικνωμένη  η καρδιά,
αδυνατεί να χωρέσει τον πόνο
και ας πέταξε σε κάλαθο ακάνθινο  όλα τα  συμφραζόμενα
εορτών και πανηγύρεων.
Αστάλακτα δάκρυα.
Τίποτα δεν ρέει.
Μεγάλη βουβή κραυγή
χωρίς ηχώ.

Καμία κλίμακα δεν μετρά τον πόνο τον ανείπωτο. 
Άλλαξε η ροή της μέρας
και του χρόνου η ταχύτητα.
Τρελλάθηκαν οι εξισώσεις.
Απρόβλεπτες  χημικές αντιδράσεις
στέλνουν τους φοιτητές στα σύνορα
με κρυφούς σκυθρωπούς Αχελώους.
Όρθροι Μ. Εβδομάδος
Χαιρετισμοί  της  Απτέρου  Νίκης
και της  Μαρίας  Παρθένου
όλοι με την εγκωμιαστική κατάληξη
«Ω γλυκύ μου έαρ
Που έδυ.......σου το κάλλος ; »

Και  έπειτα η απόλυτη έννοια του κενού
μυστικών λαβυρίνθων
που μετριέται μόνο τις νύχτες, 
όταν  ξυπνάμε ξαφνικά
χωρίς κακά όνειρα
παρά μόνον με την  τραγική αλήθεια
της μεγάλης  απουσίας.


Ε ναί λοιπόν πρέπει να είναι καλή η χρονιά για μάς σε πείσμα των καιρών


Tα σπίτια των ανθρώπων

Τα σπίτια ήταν άλλοτε στραμμένα προς τη μεριά της θάλασσας.  Με τα ζωηρά ελπιδοφόρα μάτια τους, τα παράθυρα, τις πόρτες τους ζεστές ορθάνοιχτες αγκαλιές και τους χαμογελαστούς εξώστες τους παρακολουθούσαν το πέλαγος και περίμεναν ολοένα και με μεγαλύτερη προσμονή τα πλοία που διέσχιζαν περήφανα τη θάλασσα με τους καλότυχους ναυτικούς και τα κάθε λογής προϊόντα των μακρινών ταξιδιών, αντικείμενα εξωτικά και κάθε είδους γοήτρου από άλλους πολιτισμούς, τρόφιμα, υφάσματα, ξυλεία, πολύτιμους λίθους μαζί με νέες ιδέες και καλές ή κακές ειδήσεις.  Ο ήχος της άγκυρας του πλοίου ήταν η  χαρμόσυνη καμπάνα που σήμαινε την αλλαγή στην καθημερινότητα  και ανανέωνε την κοινωνία και τον μικρόκοσμο του τόπου διώχνοντας μακριά τη μελαγχολική εντροπία της απομόνωσης. Και η κοινωνία μεγάλωνε, πλούτιζε και άνθιζε αφομοιώνοντας νέα ήθη και έθιμα, νέους ορίζοντες και γνώσεις.    


Η στροφή των σπιτιών στη θάλασσα έδειχνε τη διάθεση των κατοίκων για επανατροφοδότηση και την επιθυμία για το άνοιγμά τους στον κόσμο.  Με το εμπόριο και τη ναυτιλία άνοιγαν τα φτερά των ανθρώπων πλαταίνοντας τους ορίζοντες για μακρυνά και νοσταλγικά ταξίδια στην ελευθερία και τη μάθηση.  Γέμιζαν τα κελάρια του σπιτικού με πολύτιμα αγαθά, μνήμες, εικόνες άλλων τόπων και μακρινά και κοντινά χαμόγελα άλλων ανθρώπων. 


Στα βουνά ή στους απομακρυσμένους από τη θάλασσα τόπους τα μάτια των σπιτιών έβλεπαν τα περάσματα και τις δημοσιές, ήταν δηλαδή η όψη των οικισμών προς τον κόσμο και τους δρόμους που τους συνέδεαν με τις μεγαλύτερες πόλεις αποτυπώνοντας έτσι και την προσμονή της επικοινωνίας με τη θάλασσα ή τα πλωτά ποτάμια και τις άλλες διόδους προς στην ευτυχία. 


Με τους πολέμους που εξανάγκαζαν τους ανθρώπους να οχυρώνονται και να κρύβονται άρχισε η απομόνωση.  Αντί για τα χαρμόσυνα ταξίδια που ένωναν τους πολιτισμούς και εξάπλωναν την γνώση, τις τέχνες και τα γράμματα, την επαφή με τους καινούργιους πολιτισμούς και την γνώση, ξεκίνησε η μετανάστευση και η προσφυγιά.  Με τους συνεχιζόμενους πολέμους, τη συγκέντρωση πλούτου σε ολοένα και λιγότερους ανθρώπους και τους άδικους θανάτους οι άνθρωποι έχασαν και κάθε δυνατότητα για χαρές και ταξίδια.     Έτσι λησμονήθηκαν οι  θάλασσες και τα περάσματα, δεν υπήρχαν πλοία και οδοί, χάθηκαν οι ελπιδοφόρες γραμμές των οριζόντων. Τούς έμενε μόνον η άχαρη καθημερινότητα και εκείνη η ακαθόριστη αγωνία που δεν αφήνει στην καρδιά χώρο για αγαλίαση και όνειρα, καθηλώνοντας το νου και καταδικάζοντας την ψυχή στα εφήμερα, την εύκολη επιβίωση και τη συγκέντρωση κακόγουστου πλούτου  από ανασφάλεια, απελπιστική τάση ομοιομορφίας και ιιδίως τον φόβο.


Από τη δυστυχία που προκαλούσαν οι συνεχιζόμενοι πόλεμοι, τα ναυαγισμένα πλοία, οι κλειστοί δρόμοι και η εντροπία στην πόλη, οι άνθρωποι έκλεισαν τα παράθυρα σφραγίζοντάς τα με οπλισμένο σκυρόδεμα. Για το ελάχιστο απαραίτητο φως άνοιξαν άλλα μικρότερα παράθυρα, από αλουμίνιο, στο πίσω μέρος των σπιτιών, γκρίζο και σκοτεινό και αυτό, στο χρώμα του τσιμέντου, με δάνεια και επιδοτήσεις από το νεοσύστατο Υπουργείο εκποιήσεως των δασικών και άλλων ονειρικών εκτάσεων του τόπου ή ακόμη χειρότερα στο όνομα της λεγόμενης πράσινης ανάπτυξης, το νόημα της οποίας είναι ακόμη ακαθόριστο και σκοτεινό... Τα νέα, λοιπόν, επιδοτούμενα παράθυρα έπρεπε να ανοίγονται στα ψηλότερα σημεία των τοίχων με εσωτερικούς ηλεκτρικούς (sic) σύρτες, δήθεν για τον φόβο των κλεφτών, των ζητιάνων, των μεταναστών και των πολιτικών προσφύγων. Η δε ακριβής θέση των παραθύρων οριζόταν σε απόλυτο ύψος 0, 40 εκ. ψηλότερα από τα λιγοστά ξεραμένα δένδρα που έμειναν στην χώρα, ύστερα από συντονισμένες ενέργειες του εκσυγχρονισμένου Υπουργείου Περιβάλλοντος και Πρασινισμένης Ανάπτυξης.


Ο φόβος απλώθηκε σαν επιδημία στις πόλεις με τη βοήθεια των ακριβά επιδοτούμενων από το κράτος μέσων μαζικής αποχαύνωσης,  χειρότερος από την πανούκλα και τις άλλες αρρώστειες.  Και αυτός ήταν ο βασικότερος λόγος που τα σπίτια έχασαν για πάντα το πρόσωπό τους με τα χαμογελαστά τους μάτια, τα ξύλινα παράθυρα.  Η ανάμνησή τους έμεινε μόνο στη συλλογική μνήμη των παιδιών, περνώντας από παιδί σε παιδί, χωρίς τις παρεμβάσεις των μεγάλων. Αυτός είναι και ο μόνος λόγος που τα παιδιά εξακολουθούν να ζωγραφίζουν με τον ίδιο τρόπο τα σπίτια, πάντοτε με χαμογελαστά παράθυρα και μία πόρτα στη μέση που ανοίγεται στον δρόμο που οδηγεί στην γνώση και τη θάλασσα.   Αυτή, άλλωστε, είναι και η μόνη αλήθεια που μεταδίδεται αβίαστα από την προηγούμενη παιδική ηλικία στην επόμενη ξεφεύγοντας από τον έλεγχο των ενηλίκων και της πολιτείας. Έως σήμερα κανένας από τους νόμους των αρχόντων ή του σχετικού Υπουργείου της δια βίου αγωνίας για την παιδεία και την εξεύρεση εργασίας και δεν έχει ακόμη διανοηθεί να απαγορεύσει. Αλλά ακόμη και εάν ο νομοθέτης μπορέσει ποτέ να εντάξει την απαγόρευση στους χρηματοπιστωτικοκαπιταλιστικούς  νόμους τους κράτους, με τις αυστηρότερες των ποινών, τα παιδιά θα ζωγραφίζουν πάντοτε με τον ίδιο τρόπο τα σπίτια και θα μάς ανοίγουν τα μάτια και τους δρόμους σε όλα εκείνα που χάθηκαν και χάνονται σε πείσμα των δύσκολων καιρών και των ομωνύμων και επωνύμων αρχόντων.    
  
Ε ναί λοιπόν!   Τα παιδιά θα ζωγραφίζουν πάντα σπίτια με χαμογελαστά παράθυρα με υγιή δένδρα και  φυσιοκρατικά λουλούδια και ας μην τα βλέπουν πια γύρω τους.  Απαραίτητο και ουσιαστικό συμπλήρωμα των ζωγραφιών τους θα είναι και ο  μεγάλος δρόμος μπροστά από την κλειστή πόρτα που θα ανοίξει  για τη μεγάλη τους φυγή προς τη θάλασσα, μακριά από εμάς που τα έχουμε εγλωβίσει πίσω από μικρά γκρίζα παράθυρα, τον φόβο και τις πανάκριβες πόρτες υψίστης ασφαλείας.