Το πατρικό μας σπίτι και το ορμητήριο των μικρών και μεγάλων αγώνων ήταν το νοικιασμένο διαμέρισμα στο Πόρτ Σάιντ, από το μεγάλο ξύλινο μπαλκόνι του οποίου, νιώθαμε κυρίαρχοι της Μεσογείου. Μοιάζαμε σαν δύο μικροί πειρατές που θέλαμε να ταξιδέψουμε στο άγνωστο, πέρα από τα παραμύθια που αυτοσχεδίαζε τα βράδια, από το μυαλό της, η μητέρα, παραβλέποντας την κούραση της ημέρας. Το βράδυ ταξιδεύαμε όλοι μαζί σε τόπους μακρινούς, με νεραΐδες και μαγικά ραβδάκια, που έκαναν καλύτερο τον κόσμο. Το σπίτι με τους παλιούς τοίχους, που οι πεσμένοι σοβάδες του σχημάτιζαν χάρτες αλλοτινών ηπείρων, κουβαλούσε τις αόρατες και ορατές μνήμες της οικογένειας αποπνέοντας εκείνη την κούραση που αποκτούν τα σπίτια με τους πολλούς και ανείπωτους πόνους και τις μικρές, αλλά χιλιοειπωμένες χαρές. Όλα ήταν καλά κρυμμένα στην ψυχή των γονιών, γεγονός που επέτρεπε σε εμάς, τα δύο παιδιά, να ξεκινήσουμε ανεπηρέαστα τη ζωή μας. Αν μάς έκρυβαν τους πόνους και τις αγωνίες τους, δεν ήταν για κανένα άλλο λόγο, παρά από την απέραντη αγάπη που μάς μετέδιδαν σα θεία μετάληψη μαζί με το παράδειγμα του έντιμου βίου τους. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα να αγαπιόμαστε παράφορα, να λαχταρούμε ο ένας για τον άλλο μέσα, ωστόσο, από ένα πνεύμα ελευθερίας και ανεξαρτησίας.
Ως μικροί πειρατές του ονείρου βγαίναμε κρυφά στον δρόμο, πηδώντας από τα κάγκελα της βίλας Simonette για να παίξουμε με τα παιδάκια των Αιγυπτίων, μιλώντας περήφανα τη δική τους γλώσσα που γνωρίζαμε σαν μητρική. Τα δειλά και απλά παιχνίδια μας περιορίζονταν σε ανταλλαγές προϊόντων, κυρίως μικρών καρπών του κήπου μας με φύλλα από τις σειρές των μεγάλων δένδρων του δρόμου που οδηγούσε στη θάλασσα, ή που νομίζαμε ότι οδηγούσε προς τα εκεί.
Είναι γεγονός ότι όλα αυτά τα πολύπλοκα συναισθήματα, η ξενιτιά, η ελληνικότητα με τη ρομαντική παιδική νοσταλγία της, τα παιδάκια του τόπου και οι συμμαθητές μας στο ελληνικό σχολείο, η σιωπηλή και αγαπημένη οικογένεια, η τρυφερότητα των γονιών μας, οι μυρωδιές που ξεχώριζαν από συνοικία σε συνοικία, οι αυστηρές μορφές των Αιγυπτιωτών που συναντούσαμε στον δρόμο μάς ανάγκασαν από νωρίς να νιώθουμε σε βάθος χαρές και λύπες.
Την πρώτη όμως και μεγαλύτερη χαρά της ζωής μας νιώσαμε όταν γεννήθηκε το μωρό μας, ο Αντώνης. Ένα μωρό που έμελλε να γεννηθεί σε γη Αιγυπτιακή από μάνα σαν την Παναγιά και τον ευφυή και έντιμο πατέρα, που το όνομά του μάς έκανε περήφανους σε όλη μας τη ζωή. Καθώς μάλιστα είχαν περάσει δεκαοκτώ κιόλας μέρες από εκείνα τα Χριστούγεννα και, απ’ όσο θυμάμαι την χρονιά εκείνη δεν είχε φανεί το φωτεινό αστέρι που συνήθως καθοδηγεί τους μάγους παραμένοντας στον ουρανό για τα παιδιά που γεννιούνται ευλογημένα, ήλθαν μόνον οι τρεις καλές μοίρες του τόπου με δώρα την ομορφιά, την εξυπνάδα και την καλοσύνη. Ήταν ένα σωστό αγγελούδι που μεγαλώνοντας έμοιαζε ολοένα και περισσότερο στον ήλιο. Τα χαμογελαστά του μάτια κουβαλούσαν τη θάλασσα του Ιονίου, περισσότερο στην καθαρότητα εκείνων των χρόνων, παρά στο χρώμα του απόλυτου γαλάζιου της τόλμης και της αξιοσύνης. Εκείνη τη χρονιά η χαρά των Χριστουγέννων είχε τη μεγαλύτερη διάρκεια που θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί παιδί στα όνειρά του. Έλαμπαν τα πρόσωπά μας, κ,ι σα να μην έφτανε όλη εκείνη η αναπάντεχη ευδαιμονία μας, που μάς έκανε να ξεχάσουμε παραμύθια, πειρατές και νεραΐδες, γεμίζαμε και με κάθε λογής δώρα που μάς έφερνε, καθώς έλεγε ο πατέρας, το μωρό μέσα στην κούνια του. Μικρά μεταβατικά αντικείμενα για να σβηστεί το όποιο τυχόν παραμικρό ίχνος ζήλιας απέναντι στο μωρό, που εμείς όμως, ούτως ή άλλως λατρεύαμε τόσο πολύ, μα τόσο πολύ... που κανείς δεν μάς πίστευε.
Από τότε δεν βλέπαμε την ώρα να γυρίσουμε όσο γίνεται πιο γρήγορα από το σχολείο στο σπίτι. Ατέλειωτη μάς φαινόταν η διαδρομή επάνω στο ψηλό σιδερένιο ποδήλατο του πατέρα, που πριν γεννηθεί το μωρό μας παρακαλούσαμε να κρατήσει όσο γίνεται περισσότερο. Μοναδική μας έγνοια ήταν να αγκαλιάσουμε το μοσχομυρισμένο μας μωρό, να ακούσουμε το γέλιο του και να δούμε εκείνα τα μάτια της θάλασσας που μάς ταξίδευαν σε κόσμους πιο μαγικούς από τα παραμύθια και τους πειρατές. Θέλαμε να εισβάλουμε ακόμη και στα όνειρά του, όταν κοιμόταν γαλήνια στην αγκαλιά της μητέρας, η μορφή της οποίας, από τότε που έφερε στον κόσμο το μωρό, έμοιαζε με της Παναγιάς. Μας φαινόταν, δε, ότι από από τότε είχε αποκτήσει τόση δύναμη και σοφία που μάς έκανε να μην φοβόμαστε τίποτα, ούτε πολέμους, ούτε σεισμούς, ούτε λιμούς, μόνον τον θάνατο.
Την καλόηχη γλώσσα του τόπου νομίζαμε ότι κατείχαμε καλύτερα από την δική μας και ζωγραφίζαμε ολοένα τα ωραία καμπυλόγραμμα αραβικά γράμματα με τις τελείες στα γυαλιστερά αιγυπτιακά τετράδια, αρχίζοντας από το τέλος που ήταν για κείνους η αρχή, έτσι ανάποδα λες και η αρχή είναι το τέλος και το τέλος η αρχή. Αέναος και τέλειος κύκλος φάνταζε στα μάτια μας εκείνη η γραφή που ξεχάσαμε όταν τόσο αναπάντεχα φύγαμε πρόσφυγες από τον τόπο που γεννηθήκαμε. Στην Αίγυπτο μάθαμε τον κύκλο της ζωής μαζί με τα άλλα γράμματα από τα δύο αναγνωστικά μας, το αραβικό και το ελληνικό, που είχαν και τα δύο την ίδια νοσταλγική μυρωδιά που ταυτίστηκε με την πρωτόγνωρη γνώση και την ευτυχία. Εις μάτην, από τότε, αναζητούμε εκείνη τη μυρωδιά στα βιβλία που διαβάζουμε μέχρι σήμερα.
Η αρχοντιά και η αξιοπρέπεια περίσσευαν ακόμη στην Αίγυπτο εκείνα τα χρόνια του ελληνισμού, πριν το 1964. Λαμπρότερη όμως φαινόταν στα μάτια μας η περηφάνια των ντόπιων, όταν είχαν ακόμη δικαίωμα στο όνειρο των σπουδών και της προκοπής του τόπου τους διώχνοντας τους Ευρωπαίους στις πατρίδες τους και εμάς μαζί, προετοιμάζοντας στην πραγματικότητα ένα πιο ζοφερό μέλλον και περισσότερη φτώχεια εξυπηρετώντας άλλων ξένων τα συμφέροντα μιας και η πλουτοκρατία ήταν και πάλι η νικήτρια στους μάταιους, όπως αποδείχτηκε αργότερα αγώνες τους, που κάποτε θα αναζωπυρωθούν. Ξένοι και ντόπιοι, νιώθαμε φίλοι και αδέλφια και εμείς καμαρώναμε που είχαμε ως δεύτερη γλώσσα μας την Αραβική, φωνάζοντας το πρωί μετά την προσευχή τρις τα ζήτω για την Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία με την ίδια βροντερή φωνή που ψέλναμε και τον Εθνικό Ύμνο στην πραγματική Ελευθερία που σήμερα χάθηκε. Την Αραβική γλώσσα εξασκούσαμε καθημερινά και συνεχίζαμε να χρησιμοποιούμε και τα πρώτα χρόνια του ερχομού μας στην Ελλάδα για να κάνουμε πιο μυστηριώδη την παρουσία μας στην όχι και τόσο φιλόξενη Ελλάδα, λίγο πριν και στις αρχές της επταετίας.
Αυτό ήταν μια μορφή προσωπικής μας άμυνας, που θα λειτουργούσε παρόμοια και σήμερα για να βοηθάμε τους αραβόφωνους μετανάστες στον και για εκείνους αφιλόξενο τόπο μας, αν δεν ξεχνούσαμε την αγαπημένη δεύτερη γλώσσα μας στα χρόνια που ακολούθησαν παρασυρμένοι από τα μαθήματα του σχολείου και τους νέους έλληνες πια φίλους στην πλατεία της Κυψέλης, όπου μετακομίσαμε. Τους Αιγύπτιους όμως και τότε και σήμερα τούς νιώθουμε καλούς μας φίλους. Σήμερα, που ξεχάσαμε την καλόηχη γλώσσα τους, πικραινόμαστε. γιατί μαζί της χάθηκαν και εκείνα τα ευτυχισμένα παιδικά χρόνια, όπου το μωρό μας έπαιζε τον πρωτεύοντα ρόλο μαζί με την πρώτη μας πατρίδα που, εμάς τουλάχιστον, ποτέ δεν μάς πρόδωσε, έστω και στα όνειρά μας, όπως η δεύτερη, η πραγματική... που καθημερινά μάς απαρνιέται στην πραγματικότητα, αλλά και στα όνειρα.
Η ευδαιμονία του οίκου μας, που ολοκληρώθηκε τόσο ωραία και ήρεμα με το μωρό μας, μεγάλωνε και μας συντρόφευε στην Αίγυπτο και στα πηγαινέλα μας από την Ασιατική στην Αφρικανική ήπειρο μέχρι τον μεγάλο ξενιτεμό. Από όλους μας όμως ίσως πιο πολύ καμάρωνε ο πατέρας. Ιδίως όταν το παιδί άρχισε να περπατά και να τρέχει. Στον δρόμο τον κρατούσε σφιχτά με το στιβαρό του χέρι στον δρόμο, λες και κουβαλούσε ολόκληρη την πατρίδα και τα όνειρά του, το καμάρι του ή το «μπαστουνάκι» του, όπως έλεγε χαϊδευτικά, με την τρυφερότητα και το χιούμορ του έξυπνου ανθρώπου. Κατά βάθος φαίνεται ότι μάλλον φοβόταν μήπως βρεθεί κανείς και αρπάξει το παιδί από τα χέρια του και νομίζω ότι όλους μας διακατείχε ενδόμυχος φόβος του χαμού του νομίζοντας ότι η αγάπη μας αρκούσε για να μην χαθεί. Κανένας δεν επιτρεπόταν να πειράξει το αδελφάκι μας, όχι μόνο όσο ήταν μικρό και αδύναμο να υπερασπιστεί τον εαυτό του, αλλά και μετά όταν μεγάλωνε.
Θυμάμαι ότι οι δύο μεγαλύτεροι θυμώναμε για κάθε αδικία που βλέπαμε στο σχολείο και δεν διστάζαμε να τα βάλουμε με τους δασκάλους, όταν εκείνοι αδικούσαν συμμαθητές μας. Ο μεγαλύτερος αδελφός μάλιστα, έφθανε στο σημείο να κάνει παρέα μόνο με τους κακούς, τακτική που ανησυχούσε τους γονείς, οι οποίοι είμαι σίγουρη ότι κρυφά καμάρωναν, όταν για να δικαιολογήσει τις ‘κακές παρέες’ του, ισχυριζόταν ότι το κάνει για να γίνουν καλύτεροι άνρωποι. Το δε μωρό μας, όταν μεγάλωσε, ακολουθώντας πιστά την παράδοση ημών των μεγαλυτέρων, θα ξεπερνούσε κάθε όριο γινόμενος τιμωρός όλων όσων φέρονταν άδικα και ψεύδονταν. Οι φίλοι και οι συμμαθητές ακόμη διηγούνται τις απίστευτες ιστορίες με τα ανδραγαθήματά του στο γυμνάσιο, που σκοπό είχαν να αποκαταστήσουν τους αδικημένους στην τάξη.
Το μωρό μας ξεπερνούσε και τους δυό στις μικρές αταξίες, που είναι αλήθεια ότι εμείς τού διδάσκαμε, θέλοντας να το κάνουμε να μεγαλώσει πριν από την ώρα του για να παίζουμε και οι τρεις μαζί ως συνομίληκοι. Έτσι, μόλις άρχισε να περπατά και να μιλά, μάς ξεπέρασε και έγινε μπροστάρης σε όλα όσα εμείς από δειλία αποφεύγαμε. Άφοβα, τόλμησε, αυτό που εμείς πάντα τρέμαμε να αντιμετωπίσουμε, το αρπαχτικό ψαλίδι του κουρέα, που του έκοψε σε αγορίστικο στυλ τα μακριά χρυσαφένια του μαλλάκια, ατρόμητο υποδεχόταν τους παιδιάτρους, με θάρρος ανέβαινε στο ποδήλατο, το πρώτο πέσιμο από το οποίο τού στοίχισε εκείνο το υπέροχο λακκάκι στο βελούδινο μάγουλό του! Εκείνος, άλλωστε, ζητούσε από τους γονείς όσα εμείς ντρεπόμασταν να μάς επιτρέψουν. Άφοβο και θαρραλέο το μωρό μας δεν δίσταζε, δεν δείλιαζε προχωρώντας με την ίδια τόλμη που συνέχισε και μεγάλος ως δυνατός άντρας, πάντοτε πρωτοπόρος, προοδευτικός, δίκαιος με καλοσύνη και γενναιότητα.
Στα θελήματα πηγαίναμε και τα τρια αδέλφια μαζί, αλλά τις παραγγελίες στο φούρνο, στο μπακάλικο του Γιακουμάκη και στον μανάβη, τίς απήγγειλε πάντοτε, με δική μας παράκληση ο μικρότερος. Εμείς, εκ φύσεως δειλοί, πάντα ντρεπόμασταν και κρυβόμασταν πίσω του. Και εκείνο, μικρό παιδάκι με τη χάρη, την ομορφιά και την εξυπνάδα του, μάς έβγαζε από τη δύσκολη θέση πρόθυμα και αγόγγυστα. Ολόκληρες λίστες έλεγε απ’έξω. Στην αρχή, μπερδευόταν με τα κέρματα, έβλεπε τα ρέστα και νόμιζε ότι μάς πλήρωναν και από πάνω οι έμποροι και εμείς, ιδίος ο μεσαίος, ο Νικόλας το πειραχτήρι της οικογένειας, γελούσε, θεωρώντας αστείο την αθωότητα του μικρού στις μικρές αγορές μας στη γειτονιά ενώ αργότερα έμελλε με το μαθηματικό του μυαλό και την γνώση να κινεί και να καθορίζει τις αγορές του κόσμου προς όφελος πάντα των μικρών και των φτωχών. Και σκέφτομαι τώρα πως η δικαιοσύνη και η αγάπη του για τους φτωχούς και τους αδικημένους και όλη η ιδεολογία του στο πλαίσιο πάντοτε της άδολης αγάπης ήταν τόσο ταιριαστή και με το όνομά του. Ο Αντώνης μας, που έλεγες το όνομα του και γέμιζε το στόμα και η ψυχή του τρυφερότητα και νοσταλγία της χαράς, κέρδιζε αμέσως την συμπάθεια, αγάπη και σεβασμό από πολύ μικρός.
Κάθε πρωί ξεπροβόδιζε τον πατέρα στη δουλειά, βγαίνοντας στο μπαλκόνι για να του φωνάξει ‘Καλό δρόμο,’ ευχή δικής του εμπνεύσεως, όπως και τόσα και τόσα δικά του που σημάδεψαν την παιδική ξέγνοιαστη ηλικία μας. Εφευρετικός και άκρως επικοινωνιακός έπαιρνε πρωτοβουλίες, όπως να μάς καλεί με τους πιο πρωτότυπους τρόπους για το πάντοτε υπέροχο μεσημεριανό φαγητό της μητέρας, την οποία παρακολουθούσε και βοηθούσε στην προετοιμασία του παράλληλα με τις πολυποίκιλες ασχολίες του. Δύσκολα ωστόσο, αυτό το τόσο γενναίο παιδί, δέχτηκε την μετάβασή του στο σχολείο. Φαίνεται ότι στην παιδική του λογική δεν μπορούσε να διαννοηθεί ότι θα είναι στην τάξη χωρίς την μητέρα. Απόλυτα λογικό αφού έως τότε ήταν τόσο κοντά της, στη ζεστή και μυρωδάτη αγκαλιά. Τώρα που το σκέφτομαι, αυτό το μικρό δράμα που ζούσε η οικογένειά μας, με το κλάμα του που ράγιζε τις καρδιές μας, ίσως παιζόταν και σκόπιμα θέλοντας περισσότερο να ικανοποιήσει εκείνην, που θα τής έλειπε τις ώρες του σχολείου παρά από δική του ανασφάλεια και φόβο. Πού να ήξερε ότι άθελά του θα τον στερούνταν κάποτε για πάντα ή μήπως ... το προαισθάνονταν και ήθελε να την χορτάσει. Δεν ξέρω τί να πω, αλλά είμαι βέβαιη ότι όλος ο πόνος εκείνου του αποχωρισμού είχε περισσότερο σχέση με την απέραντη αγάπη για εκείνην παρά δειλία και φόβο για το σχολείο και τη δική του μοναξιά. Είναι γεγονός ότι αυτό του κλάμα και η πεποίθηση ότι θα έπρεπε οπωσδήποτε να είναι και εκείνη στο σχολείο μαζί του ήταν γιατί πίστευε ότι ήταν παράδοξο να τήν αφήνει μόνη. Αυτό το παράδοξο που έγινε αργότερα τόσο τραγικά και απροσδόκητα. Έτσι κατόρθωσε να την έχει για ένα διάστημα μαζί του στην τάξη πετυχαίνοντας, σε πείσμα της παγκόσμιας παιδαγωγικής, μία επαναστατική εφαρμογή, την παραμονή στην τάξη με την μητέρα...
Ανάρτηση ανήμερα του Αγίου Αντωνίου. Βλ.
[συνεχίζεται]