Τρίτη 28 Απριλίου 2020


ἤ̣δε σε, [Ν]ικόγενες, κεύθει χθὼν τῆλε Καλύμν̣[ας] πατρίδος, ἀκμ̣α̣ί̣α̣ν̣ δ̣’ ὤ̣λεσα[ς ἡ]λικία[ν


Κανείς μας δεν μπορούσε να φανταστεί το ελπιδοφόρο εκείνο 
φθινόπωρο, που εμφανίστηκαν τόσο ξαφνικά μπροστά μας 
οι Μυκηναίοι, ότι η άνοιξη θα ερχόταν τόσο μελαγχολική 
και δύσκολη, ύστερα μάλιστα από έναν τόσο σύντομο και 
γλυκό χειμώνα με τους αγαπημένους.  
Παρήγορες είναι ακόμη εκείνες οι φθινοπωρινές εικόνες 
με τους περήφανους Μυκηναίους, που, μαζί με  λιγοστούς
ταξιδιώτες από την Ουγκαρίτ, αποβιβάζονταν από τα
κοίλα πλοία τους στα δυο φιλόξενα 
λιμάνια του νησιού, το μεγάλο και το κλειστό,
 φέρνοντας δώρα και το μήνυμα ότι  
σταμάτησαν oι πόλεμοι στην Εγγύς Ανατολή και 
οι άνθρωποι γύριζαν πίσω στους τόπους τους.  
Θα ξανάκτιζαν έλεγαν τα σπίτια τους, 
θα λειτουργούσαν τα εργαστήρια και 
θα άνθιζαν οι τέχνες. 
Οι ζωγράφοι ετοίμαζαν τους χρωστήρες 
για εικονογραφικές συνθέσεις 
εμπνευμένες από τα  ταξίδια, ενώ 
οι αρχιτεχνίτες χάραζαν σε πήλινες πλάκες 
πολεοδομικά σχέδια με μεγάλα καινούργια σπίτια,
στη θέση όσων είχαν καταστραφεί στον πόλεμο.

  
Στο μυαλό μου ερχόταν και ξαναρχόταν το εφηβικό
 εκείνο όνειρο που ανεβασμένη 
στον λόφο έβλεπα την επανάσταση των υπηκόων του άνακτος
και στο βάθος μάχες κατά μήκος του ποταμού της τοιχογραφίας
 του ανακτόρου του Νέστορος.
Άραγε πώς θα ήταν η μνήμη του τόπου τους όταν επέστρεφαν; 
Πόσοι θα επέστρεφαν και πόσοι θα έλειπαν παντοτινά. 
Θυμήθηκα τη Ραμίρα, που είχε κοιμήσει τα παιδιά της
 στην πατρίδα της στη Συρία-
δεν έλεγε ότι είχαν σκοτωθεί- 
τους χαμένους συντρόφους της Αλίας, 
το γκρεμισμένο σχολειό του Χουσείν, 
τον δικό μας ξυπόλυτο Ιμπραήμ, 
χαμογελαστό πάντα,
με ανασηκωμένα τα παντελόνια, και
την Αμίνα με τη μαύρη μπούργκα.
που τη συγκρατούσε με μια λεπτή χρυσαφένια αλυσιδίτσα, 
τη Σαμπάχα με την κορδελίτσα στα μαλλιά.

 

Κλείνω τα μάτια και μού έρχονται όλα, 
οι μουσικές,
οι εικόνες, οι φωνές των παιδιών
στον δρόμο τα απογεύματα, οι μυρωδιές,
τα  παραμύθια με τις Μαρουδίτσες,
ακόμη και τα παιδικά όνειρα ή οι εφιάλτες,
η εικόνα των τοίχων που ξέφτιζαν οι σοβάδες τους
και εκείνη η αβάσταχτη λύπη της φθοράς των σπιτιών,
που γερνούν και ασχημαίνουν,
 πριν αποστειρωθούν ως ωραία στάσιμα ερείπια,
χαμηλά θεμέλια
που σκεπάζει η προστατευτική σκόνη του χρόνου.
Αφορμή στάθηκε αυτήν τη φορά η επιγραφή του Νικογένη: 


       ἤ̣δε σε, [Ν]ικόγενες, κεύθει χθὼν τῆλε Καλύμν̣[ας]
πατρίδος, ἀκμ̣α̣ί̣α̣ν̣ δ̣’ ὤ̣λεσα[ς ἡ]λικία


https://www.youtube.com/watch?v=_joqenrpMSQ

Κοινή η μοίρα του με τόσους άλλους που κοιμήθηκαν μακριά από την πατρίδα, σε θαλάσσια ή στεριανά μνήματα, που δεν θα επισκεφθεί ποτέ κανείς, με κτερίσματα και προσφορές, παρηγοριά των ζωντανών και συντροφιά των νεκρών, νεκροί ακτέριστοι, χωρίς νεκρόδειπνα και τελετουργίες. Μόνοι στη γη ή στη θάλασσα, έτσι όπως στις πανδημίες καλυμμένοι με ασβέστη, απέριττοι ομαδικοί τάφοι, χωρίς σήματα επιτύμβια, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, όπως στις μάχες σε μακρινά βουνά και αχανείς πεδιάδες. Πόσοι Νικογένηδες στον βυθό και την απεραντοσύνη του πελάγους;