Κυριακή 15 Ιουλίου 2012


Σχεδίασμα αγιάσματος ή η σκόνη του χρόνου: Όταν ο Νικόλας συνάντησε τον Πανάγο

Λένε ότι ο παππούς ο Νικόλας, από το Ληξούρι, που, μετά από πολλά ταξίδια, έφτασε  στην Αίγυπτο, για να εργαστεί σαν σχεδιαστής στη διώρυγα, είχε πάντοτε την επιθυμία να ανέβει στα περήφανα Αρκαδικά βουνά για να γνωρίσει τον Πανάγο, τον Δίκαιο.


Για τον Πανάγο είχε ακούσει να κουβεντιάζουν κάποιοι Κεφαλλονίτες ναυτικοί, φίλοι του, πριν από τον μεγάλο ξενιτεμό, πως είχε μίαν τόλμη απίστευτη και πως έφτασε στην Αμερική μόνον και μόνον από το πείσμα του  και τη μεγάλη λαχτάρα να ταξιδέψει στις μεγάλες θάλασσες, πέρα από τα βουνά.


Τού έλεγαν ακόμη ότι, ενώ εκείνος ο Πανάγος των ψηλών βουνών είχε μίαν απίστευτη γλυκύτητα και τρυφερότητα, που μάλιστα την παρομοίαζαν με τη δική του την  παροιμιώδη, ήταν παράλληλα και
απίστευτα σκληρός και αυστηρός, αλλά προπάντων δίκαιος. Την τελευταία αυτήν ιδιότητα, την είδα να αναγράφεται με υπέροχα καλλιγραφικά γράμματα σε φακέλους των κάρτ ποστάλ της δεκαετίας του 1960 που τού έστελνε ένα από τα μικρότερα παιδιά του Νικόλα, ο Παναγής, που η καλή τύχη είχε φροντίσει να παντρευτεί στην Αίγυπτο ένα από τα πανέμορφα και σοφά κορίτσια του Πανάγου, χωρίς βεβαίως να είχε ποτέ καμία ιδέα για τη συνάντηση του πατέρα του με τον Πανάγο. 

Εγώ, όμως θυμάμαι, από ένα παραμύθι της γιαγιάς - ξέρετε, από εκείνα τα παραμύθια που τα σκαρφίζονται οι καλές γιαγιάδες από την ίδια τους τη ζωή  - ότι σε ένα από τα ταξίδια τους είχαν τελικά ανταμώσει, κάτι που δεν θυμόταν κανείς, μα κανείς άλλος παρά μόνον εγώ, σαν ένα όνειρο.   Ήταν, έλεγε, σε ένα μικρό ταξίδι από το  Πόρτο έως τον Πειραιά. 


Κωνσταντίνος Βολανάκης . Το λιμάνι του Πειραιά

Ο Νικόλας είχε πονέσει το πατρικό του στο Ληξούρι, και ο Πανάγος επέστρεφε από μίαν ακόμη αποτυχημένη προσπάθεια να φτάσει στην Αμερική, που αυτήν τη φορά είχε φτάσει μέχρι το Σουέζ.  Ναυτικός ο ένας, μαθημένος από φουρτούνες, βουνίσιος ο άλλος, αλλά αν τον έβλεπες, τον έκοβες και για θαλασσοπόρο. Ατένιζαν την αγριεμένη θάλασσα  και συλλογίζονταν τα βάσανα και τους καϋμούς της πατρίδας, που ήταν περισσότερα από της ξενητιάς.


Ο Πανάγος, οπωσδήποτε πιο θαραλλέος από τον Νικόλα, τον πλησίασε και άρχισαν να κουβεντιάζουν ακουμπισμένοι στην κουπαστή ενός καραβιού που ταξίδευε στον χρόνο, τους καιρούς εκείνους της θυσίας και των τίμιων αγώνων. Έλεγαν για τα παιδιά τους, για την αγάπη που είχαν από μικρά στα γράμματα και στις τέχνες, για την τάξη και την καθαριότητα που είχαν στο σπίτι τους και τον πόνο για τους ξενιτεμούς και τους ξεριζωμούς που τους ανάγκασαν να αφήνουν πίσω τους αγαπημένους τους. Θυμάμαι πως έβλεπε ο ένας τον άλλο στα μάτια και πως μονολογούσαν για την σκόνη του χρόνου, τους θανάτους, τις γλυκιές αναμνήσεις, με τόση αγάπη και νοσταλγία που νομίζω ότι τους βλέπω ακόμη, εκεί στην κουπαστή να δακρύζουν, ο πρώτος, με τα πάντοτε χαμογελαστά του αλλά μελαγχολικά μάτια, μοναχική φιγούρα στο χώρο και τον χρόνο και ο άλλος με το αυστηρό αλλά δίκαιο βλέμμα του, απέραντα γαλάζιο σαν τη θάλασσα που έβλεπε και δεν χόρταινε στο βάθος του ορίζοντα.