Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2011

ΑΓΟΝΗ ΓΡΑΜΜΗ

Έφθασαν με θαλαμηγό στα νησιά της λεγόμενης άγονης γραμμής και άρχισαν να διαλέγουν μικρούς θησαυρούς από τα κελάρια των ναυτικών. Κυρίες, γυναίκες εφοπλιστών, δεσποινίδες, μιμούμενες τα μοντέλα της τηλεόρασης και κάτι ψευτολόγιοι, σύγχρονοι Ροβινσώνες εκ του ασφαλούς, που οι γεροντότεροι νόμισαν προς στιγμήν ότι ήταν αρχαιολόγοι γιατί φορούσαν εκείνα τα λευκά  αποικιακά καπέλλα.  Τα σπίτια  των ναυτικών  έστεκαν ακόμη  περήφανα, με την αρχοντιά και τη καθαρότητα του μόχθου. Τα παράθυρα ήταν ορθάνοιχτα προς τη μεριά του πελάγους. Ανοιχτά σαν τα άγρυπνα μάτια της ψυχής τους που  εδώ και χρόνια αγναντεύουν το πέλαγος και τις δύσκολες θάλασσες του κόσμου.


Τα παιδιά που έπαιζαν στην προκυμαία τούς είδαν από μακριά και χάρηκαν, όπως τον παλιό καιρό περιμένοντας το βαπόρι με τους πατεράδες και τους παππούδες από τα μακρινά ταξίδια. Ξαφνιάστηκαν.  Είχαν χρόνια πολλά να ιδούν καράβια στα νησιά τους με τον κίνδυνο της εντροπίας να σκοτεινιάζει τις ψυχές τους. Την απομόνωση, επιβεβλημένη για λόγους πολλούς από τους κυβερνώντες, αντιμετώπιζαν με την αυτάρκεια που τους παρείχε η γη και η θάλασσα και την ευλογία της δουλειάς.

Οι παράξενοι επισκέπτες  βγήκαν από την θαλαμηγό και άρχισαν να ψάχνουν - με εκείνην την  ψεύτικη ευγένεια των πλουτοκρατών και ψευτοαριστοκρατών που ζούν ακόμη στα σαλόνια των απόρθητων καλών συνοικιών της πρωτεύουσας.  Αυτήν τη φορά αποφάσισαν να διαλέξουν κάτι διαφορετικό για τα συνηθισμένα τους γούστα, έτσι για αλλαγή...   Ένα από τα καπρίτσια των πλουσίων θα πείτε... Αχόρταγοι, δεν τους αρκούν τα αμύθητα πλούτη της, οι γεμάτες θυρίδες των τραπεζών της Εσπερίας και του εγχώριου εμπορικού κέντρου, τα πολυτελή σαλόνια και οι θαλαμηγοί. Το διαφορετικό, έτσι κι αλλιώς θα τους έβγαζε για λίγο από την μονοτονία τους.


Με την γνωστή μαεστρία και την ψεύτικη ευγένεια, μάστορες και στα δυο, κατάφεραν να πάρουν τα καλύτερα κειμήλια. Τη ρόκα και το σφοντύλι της Γιασεμώς, τα βαρέλια του κυρ Σίμου που τα συντηρούσε υγρά με το κρασί και το τσίπουρο από τον προπάππου του, το αλέτρι και τις αξίνες του Μιχαλιού κρυμμένα από τον πατέρα, τον αξέχαστο ευγενικό παπά του νησιού,  πίσω από τον φούρνο της αυλής, τα υφαντά της Καλλιόπης που τα είχε υφάνει η θειά της το Αννουλιώ στον αργαλειό που έκαψαν οι Γερμανοί στον πόλεμο στην ηπειρωτική Ελλάδα, προτού έρθει νυφή στο νησί, το χάλκινο δακτυλιδάκι, το μόνο κόσμημα που έφερε μαζί της η γιαγιά της Λενιώς από την Σμύρνη το '22 και άλλα πολλά που ξερίζωσαν από τις καρδιές τους.

Την ώρα που έφευγαν οι καλοντυμένοι ξένοι, η μικρή Αρχόντω στεκόταν  στην προκυμαία κρατώντας σφιχτά στην αγκαλιά της τον μικρό ναυτάκο και τον Καναδό ιππέα, κειμήλια της μάνας από τον πατέρα της που είχε έλθει από την Αίγυπτο.  Της άρεσε πολύ, λίγο πριν δύσει ο ήλιος, να κρύβεται πίσω από την μεγάλη αρμυρήθρα και να περιμένει τη μεγάλη βουτιά του ήλιου στους άλλους τόπους, πίσω από την γραμμή του ορίζοντα, όπου φανταζόταν ότι βρίσκονταν όλοι οι αγαπημένοι που έφυγαν από τον κόσμο ετούτο...
-"Είναι πάνινα παιχνίδια του γνωστού οίκου Norah Wellings,  $125.00 ο ναύτης και  $135.00 ο ιππέας" μονολογούσε ο "αρχαιολόγος" με το αποικιακό καπέλο και της τα άρπαξε από τα χεράκια, αυτήν τη φορά, χωρίς την ευγένεια και τα ψεύτικα γλυκόλογα των σαλονιών.  

Δεν τον έβλεπε κανείς. Ήταν σίγουρος. Πήδηξε στη θαλαμηγό που τον περίμεναν οι άλλοι σαχλαμαρίζοντας ενώ έπιναν την επινίκεια σαμπάνια και η θαλαμηγός σαλπάρισε μπροστά από τον ήλιο που είχε ξεκινήσει τη μεγάλη του βουτιά στον κόσμο των νεκρών της Αρχόντως. 
Τα γέλια τους δεν άφησαν να ακουστούν οι κραυγές του παιδιού, που γύρισε σπίτι, χωρίς να πει κουβέντα για την μεγάλη απώλεια. Μέσα της, όμως, είχε ορκιστεί ότι θα πάρει κάποτε τη μεγάλη εκδίκηση και ότι τα πάνινα κουκλάκια θα ξαναγυρίσουν στα χέρια της.