Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2014

11η Οκτωβρίου.Το τέλος της χάλκινης εποχής ή αλλιώς πώς η καλωσύνη νίκησε το θάνατο


Καθόταν σκεπτικός, ανήσυχος. 
Στο νου του στριφογύριζαν στίχοι,
με λέξεις που έφερνε ο αγέρας από ψηλά, το Λυκοχορό. 
Γύρω πετούσαν καμαρωτά οι πέρδικες του βουνού 
κι εκείνος συλλογιζόταν τις μακρινές λίμνες, τα ποτάμια, τη θάλασσα. 
Δεν είχε χορτάσει το νερό... 
διψούσε πολύ και αργούσαν ακόμη οι βροχές. 
Καλοκαιράκι ακόμη στον τόπο του.
Θα αργήσουν πολύ τα κυκλάμινα φέτος...
Ποτέ του δεν κατάφερε να διαχειριστεί την κακία. 
Την προσπερνούσε κάνοντας ότι δεν την ακούει.

 Ο σκεπτόμενος. Roden

"Η καλωσύνη εδώ που βρέθηκε μες στις λυκοποριές 
Πρέπει νάχει μπαρούτι στο σελλάχι της
 Και να δαγκάνει κάμες" 
Οδ. Ελύτης. 1943

Δεν καταλάβαινε πώς μπορεί να στριμώχνεται
στις ψυχές των ανθρώπων η απληστία,
μπαρούτι δεν είχε ποτέ του, μήτε σελλάχι. 
Πώς μπορούσαν να αποδιώχνουν οι άνθρωποι 
την απλότητα της αγάπης και να μην πονούν! 

Το φιλί. Roden

Εκείνη πάλι, κάτω από τις μυγδαλιές,
ακουμπούσε το κεφάλι της στο χώμα του 'Φρατζάτου' 
και αφουγκραζόταν το χώμα, την ανάσα της γης. 
Τικ-τακ, τικ-τακ... χτυπούσε το σκληροτράχαλο χώμα
και νόμιζε πώς ήταν η καρδιά της.  Ανάσαινε.


Τικ-τακ... μπερδευόταν με την καρδιά της.
Τί ονειρεύεται τώρα στο πέτρινο θρανίο η Αρχόντω; 

Queen' Megaron. A. Evans. The Palace of Minos I. 
Macmillan and Co. Limited. London. 1921, σελ.332. εικ. 232.  

Από μακριά ακουγόταν το μάθημα στο σχολείο. 
Απαγγελίες ποιημάτων έγγραφε στο απογευματινό πρόγραμμα.
Πριν δύσει ο ήλιος η φύση καλωσύνευε.
Έφερνε πιο χαρούμενες τις φωνές των παιδιών.
Δυνάμωναν μαζί με τα τραγούδια των πουλιών.


Επιτύμβια στήλη.450-440 π.Χ.

Mουσικούλες, παρτιτούρες του αγεριού...

"Μα εγώ θέλω να αρπάξω όλους τους ορίζοντες
μέχρι το απογευματινό κοκκίνισμα τ΄ουρανού
πίσω απ΄τα βουνά ή την μαρμάρινη σκάλα"



Ακούστηκε μια δυνατή φωνή από το σχολείο. 
Κανείς, μα κανείς δεν καταλάβαινε τί σήμαινε εκείνη
η μαρμάρινη σκάλα. 

Δεν μου φτάνει μόνο η αρχή, οι ώρες τις ανατολής.  
Θέλω να προλάβω ολόκληρη τη μέρα.


Ήθελε να πει τη ζωή, αλλά ντράπηκε.
Στο βάθος άκουγε ένα κοντσέρτο με πιάνο.


                                  hhttps://www.youtube.com/watch?v=oa2GufMWyvk

Τ' άλλα παιδιά συνέχιζαν εν χορώ την απαγγελία. 
Αντηχούσε τώρα δυνατά, μαζί με το τικ-τακ, τικ-τακ
της τρυφερής ανάσας της γής.

     Στο Περδικόνερο έπαψε να τρέχει το γλυκό νερό.
Ξεράθηκε ο βράχος και το γέρικο  πλατάνι
                   Και στο Λυκοχορό καιρός τώρα που λείπουν οι λεβέντες.
Όμως, πρέπει τα αναστηλώσω όλα
        τα βολετά και τ΄άλλα...
Να τρελάνω κάθε μια ηλιαχτίδα
Να μαζεύω μάραθα και γιασεμιά
Να ψήσω χίλια πήλινα πιατάκια
Να σκορπίσω καλαμπόκι
Να κρατήσω τους παλιούς σπόρους
Για μιαν ανάσα καθαρή
Για να παραμείνει η καλωσύνη στη γη
 Για έναν ειρηνεμένο ύπνο στην παγωμένη νύχτα
Με ζεστή  κόκκινη βελέντζα και μαλακά ρούχα
Και να μυρίσω το κυριακάτικο λιβάνι
Για να ειπώ, αξίζει να τρώω το ψωμί
Αρκεί μια σωστή αναπνοή
βλέποντας τα 'αθάνατα' να ομορφαίνουν
την  τελευταία τους ώρα,
πριν πεθάνουν. 


Ξημέρωνε Κυριακή.
Μέρα ανάπαυσης, πριν από τον μόχθο της δουλειάς
Μέρα αγωνίας, για την βδομάδα που θα ’ρχόταν,
για τα μικρά και τα μεγάλα που θα γίνονταν,
για τα κακά που θα προλάβαινε να μη συμβούν,
από καλωσύνη, από αγάπη, από εξυπνάδα, από το γρήγορο μυαλό του.
Το τικ-τακ από την τρυφερή ανάσα της γης δυνάμωνε.




Βούιζαν στα αυτιά της
Καθώς έμενε σκυμμένη στο χώμα,
παρέα με τα προφητικά της όνειρα.
Δυνάμωναν και οι φωνές των παιδιών του σχολείου.
Μαγικές μουσικές με σάλπιγγες της Ιεριχούς.

Τα δύο κορίτσια είχαν βγει στα παράθυρα του περήφανου σπιτιού
και διάβαζαν δυνατά το αναγνωστικό.
Τις άκουγε όλο το χωριό, αντιλαλούσαν οι φωνές τους στα βουνά:



Η καλωσύνη νικά το θάνατο
τον ξεπερνά, 
δεν τον φοβάται, τον ακυρώνει
με την μνήμη την αιώνια
και βγαίνει στην μαρμάρινη σκάλα
ψηλά-ψηλά
και μας χαμογελά από την Ωραία Πύλη
περήφανη θριαμβεύτρια ηρωίδα της αιωνιότητας


Αττική Λευκή Λύκηθος του ζωγράφου της ομάδας των καλαμιών. 
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο αρ. 1816. 410-400 π.Χ.  

Χαμογελούσε κι έβλεπε τη θάλασσα 
που έτσι κι αλλιώς την είχε στα μάτια του.
Και εκείνη κρατούσε στην αγκαλιά της τους παλιούς σπόρους
με την ελπίδα ότι τα καλά όνειρα
θα φανερωθούν στον κόσμο από τα μαρμάρινα αλώνια,
με την καλωσύνη, την υπομονή και την αξιοπρέπεια.

Κι ας είχε προλάβει μόνον την αρχή, το ξημέρωμα της ζωής.
Για 'κείνον έφθανε...είχε προλάβει. 
Οι άλλοι συνέχιζαν τη μέρα βλέποντας τη δύση της χάλκινης εποχής.


Η Εποχή του Χαλκού. Roden