Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2020

 

Οι σκοτεινοί χρόνοι,τα αντιμαθήματα και τα συνέδρια[1]

 

                                                               Τὰ σπίτια ποὺ εἶχα μοὺ τὰ πῆραν.  Ἔτυχε

                                                                            νἀ’ ναι τὰ χρόνια δίσεχτα· πόλεμοι χαλασμοὶ ξενιτεμοὶ

                                                                            Γ. Σεφέρης ‘Τὸ σπίτι κοντὰ στὴ θάλασσα’

                                                                                            Ποιήματα.  Αθήνα 1972

 

 

Εισαγωγή

Mε το πέρασμα των χρόνων η γενιά του Πολυτεχνείου λησμόνησε και τα ‘αντιμαθήματα’. Εκείνες τις διαλέξεις στα κατάμεστα αμφιθέατρα των τελευταίων ημερών της δικτατορίας που σταμάτησαν απότομα, όταν ξεκίνησε η μακρά περίοδος της λεγόμενης μεταπολίτευσης.  Ξεχάστηκε και η Πύλος του ηδυεπούς Νέστορος, που τις ημέρες εκείνες κινδύνευε από τα ναυπηγεία και την απέραντη μόλυνση, γεγονός που είχε ξεσηκώσει τους πνευματικούς ανθρώπους του τόπου. Όλα ξεχάστηκαν και σβήστηκαν καθώς μοιράστηκαν οι καρέκλες της εξουσίας.  

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

  Διευθυντές, καθηγητές στα Πανεπιστήμια, αρκετοί από τους παλιούς φίλους και άλλοι, με σημαίνουσες θέσεις στα μεγάλα επιστημονικά ιδρύματα, συμμετείχαν στο παιγνίδι της εξουσίας συνομιλώντας με τους υπουργούς των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων για τη λεγόμενη πολιτική της σύγκλισης με τη γενικότερη ευρωπαϊκή ομοιομορφία.  Πολλοί κτίσανε εξοχικά με εύκολη πρόσβαση μέσω των νέων εθνικὼν οδὼν με τα πανάκριβα διόδια από τις μόνιμες κατοικίες των βορείων προαστίων με τα δύο ή τρία αυτοκίνητα των οικογενειών - απαραιτήτως το ένα τέσσερα επί τέσσερα - που τα αγόραζαν με δάνεια ή με τη μέθοδο της απόσυρσης.

   Στα νέα λοιπόν πέτρινα χρόνια ή στα χρόνια της υγρής πωρόπετρας και ιδίως του σκυροδέματος, όλοι έμοιαζαν να αλλάζουν σιγά-σιγά και σιωπηλά. Αντάλλαζαν φαίνεται την ησυχία και την ηρεμία σε καταστάσεις «Με ή Χωρίς οικογένεια» μέσα από ένα αέναο παιχνίδι με κάθε λογής εξουσία. Το μόνο που τους έμενε ήταν να ονειρεύονται ταξίδια και μεγάλες ροκ συναυλίες. Ωστόσο, σε εκείνους τους λιγοστούς που αρνήθηκαν τις διευθυντικές θέσεις και τις μεταθέσεις σε άγνωστες επαρχίες ή πνιγηρές πρωτεύουσες, όπου τρώγονται μεταξύ τους τοπικοί άρχοντες και υπηρεσιακοί παράγοντες στο πλαίσιο της σκόπιμης εμπλοκής αρμοδιοτήτων, έμενε μόνον η συνήθεια να μετράνε με τον ραδιενεργό άνθρακα τα μεσοχαλκά -δηλαδή και αυτά άλλοι τα μετρούσαν στα σκοτεινά εργαστήρια-  και δεν έβαζαν άκρη. 

  Οι ειδικοί από τη Βόννη έλεγαν ότι είχαν μολυνθεί τα δείγματα και οι απόλυτες χρονολογήσεις είχαν κάτι συν και πλην παρανοϊκά που χώριζαν την ανατολή από τη δύση με ένα τείχος που δεν σε άφηνε να δεις τίποτα, χειρότερο από το τείχος του Βερολίνου, της Αμμοχώστου, του Έβρου και της Παλεστίνης. Εν τω μεταξύ τα τούβλα του τείχους του Βερολίνου και η κάθε είδους φωτογραφική τους τεκμηρίωση εξαφανίστηκαν ως πωληθέντα αναμνηστικά της κατάρρευσης του καθεστώτος σε ανυποψίαστους   περιηγητές.  

  -Σκοτάδι!

Έλεγαν και ξανάλεγαν οι ειδικοί και στο συνέδριο για τα Μεσοχαλκά παραπέμποντας στο Μεσαίωνα. 

 -Χρηματοδοτήσεις!

Έλεγαν οι άλλοι, οι τεχνοκράτες που ακούν Μεσαίωνα και ηδονίζονται, όπως οι χριστιανοί στις εκκλησίες το βράδυ της Ανάστασης, όταν, πριν από τα παράφωνα ‘Χριστός ανέστη’, ακούν τον ήχο των κερμάτων στα παγκάρια και στον περιφερόμενο από τους καλοντυμένους επιτρόπους δίσκο «υπέρ της αγιογράφησης του Ιερού Ναού». Γιατί εν τω μεταξύ είχαν καταστραφεί οι περισσότερες τοιχογραφίες, ενώ πολλέςεικόνες περιφέρονταν σε πολυτελή Μουσεία, χωρίς ενδείξεις προέλευσης.

  Οι θεωρητικοί, που άρεσαν περισσότερο στους υποψιασμένους μεταπτυχιακούς φοιτητές, έλεγαν ότι όλα αυτά συνέβαιναν επειδή οι αιώνες ήταν σκοτεινοί και οι άνθρωποι σταμάτησαν να παράγουν έργα τέχνης. Κουράστηκαν από την χρονοβόρο χειροποίητη παραγωγή, έλεγαν, άλλαξαν οι συνθήκες, έγιναν πολυπλοκότεροι οι μηχανισμοί παραγωγής και στράφηκαν όλοι στην παραγωγή και τις ανταλλαγές, γυναίκες και άντρες, γι’ αυτό οι αιώνες μάς φαίνονται σκοτεινοί.

  Έτσι έγινε και αποφασίστηκε να χρηματοδοτούν μόνο τα λαμπρά μνημεία των ιστορικών χρόνων και τα μεσαιωνικά. Πάντοτε επιλεκτικά, ανάλογα με τους συσχετισμούς των δυνάμεων και τις σχέσεις των υπευθύνων με την εξουσία.  Κάθε λογής εξουσία που εκπροσωπείται από τους δημοκρατικά εκλεγμένους αντιπροσώπους του λαού στο κοινοβούλιο.

 -Για να φωτιστεί επιτέλους λέει το σκοτάδι του Μεσαίωνα! 

Έλεγαν οι πιο αθώοι. Οι αριστεροί, επικαλούμενοι το παρελθόν τους στις αρχές της μεταπολίτευσης, υυποστήριζαν από την πλευρά τους ότι αυτό συνέβαινε επειδή τα μεσαιωνικά μνημεία είναι ‘παγκοσμιοποιημένα’ και οι δημιουργοί τους κατόρθωσαν να εξαφανίσουν την ιδιαιτερότητα των λαών, πριν από τις Σταυροφορίες. Αυτό όμως συνέβαινε κυρίως, επειδή τα μεσαιωνικά μνημεία ήταν πολιτικώς ορθότερα, βρισκόμενα υπό την σκέπη της παπικής εκκλησίας, ιδίως τώρα που ο κίνδυνος των ισλαμιστών καταργούσε ακόμη και το παλαιό σχίσμα με τις κατά τόπους ορθόδοξες εκκλησίες. 

 -Και τα παγκάρια, τα παγκάρια θα γεμίσουν από τα κέρδη της νέας τουριστικής βιομηχανίας που θα εξασφαλίσει η ανάδειξη των μνημείων!

Έλεγαν οι παπάδες και οι επίτροποι - αυτοί οι καλοθρεμμένοι κύριοι που επέπλητταν τα κορίτσια με τα παντελόνια και τα ωραία βαμμένα αιγυπτιακά μάτια- και έτριβαν από χαρά τα χέρια τους με τα ολόχρυσα δακτυλίδια, όπως ακριβώς οι ηγούμενοι των μοναστηριών που είχαν εν τω μεταξύ εκθέσει σε γυαλιστερές προθήκες αρχαιότητες  -πολλές μάλιστα αναρτημένες κατά λάθος  ανάποδα- αποκρύπτοντας από άγνοια ή σκόπιμα τη συνάφεια με τα άλλα συνευρήματα[2]. Οι εκθέσεις αυτές, στο πλαίσιο πάντοτε της πολυσυζημένης ανάδειξης και προπάντων προϊόντα αλλόγιστων χρηματοδοτήσεων, με ύποπτες εργολαβίες, είχαν σχεδιαστεί από ειδικούς ‘ψευδομουσειολόγους’ στις μεγάλες πόλεις ή σε νησιά με το λεγόμενο ποιοτικό τουρισμό, όπου μυρίζονταν κέρδη, γιορτές και εγκαίνια με υπουργούς, βουλευτές και εκλεκτούς καλεσμένους, καταργώντας τη χρήση ακόμη και βιομηχανικών κτηρίων που κάποτε έδινε ψωμί σε πολλές οικογένειες.   

 -Και το σκοτάδι των μεσοχαλκών; -Tί θα γίνει με αυτό;  

Δυσεπίλυτο ήταν  το πρόβλημα με το σκοτάδι των μεσοχαλκών, με μικρό μι.  Κανείς δεν μπορούσε να το προσδιορίσει και αδύνατον να το μετρήσει.  Πόσο διαρκεί άραγε; Μισή χιλιετία; Ή μήπως τέσσερις ή τρεις αιώνες.  Χάθηκαν οι άνθρωποι, έφυγαν σε άλλους τόπους;    

 -Moλύνθηκαν τα δείγματα.

Επέμεναν οι ειδικοί. 

 -Λάθος οι ραδιοχρονολογήσεις!

Υποστήριζαν σθεναρά οι αρχαιομέτρες, που έκαναν βιαστικά τις πανάκριβες αναλύσεις, γιατί τούς έτρωγαν τόσο πολύ τον χρόνο οι ατελείωτες αιτήσεις για νέα προγράμματα χρηματοδοτήσεων και οι διαπλοκές για την εκλογή νέου διδακτικού προσωπικού που δεν προλάβαιναν να προετοιμάσουν ούτε τις καθιερωμένες παραδόσεις τους στους φοιτητές, οι οποίοι εν τω μεταξύ έχαναν τις εξεταστικές περιόδους με τις απεργίες, και προαναγγελθέντα προς όφελος των προβοκατόρων και πουλημένων συνδικαλιστών συλλαλητήρια. 

 

 

 

 

Συζήτηση

Τις ημέρες εκείνες το συνέδριο για τα μεσοχαλκά διακόπηκε απότομα. Δεν βγήκαν συμπεράσματα και οι διοργανωτές του συνεδρίου έφυγαν βιαστικά. Έτρεχαν να παρακολουθήσουν ειδικά σεμινάρια της διαχειριστικής αρχής για τον τρόπο χρηματοδότησης επίλεκτων μνημείων  κλασσικών, ρωμαϊκών και μεσαιωνικών χρόνων από το Γ’ κοινοτικό πλαίσιο στήριξης, τα ΕΣΠΑ και τα ΣΕΣ. Επιλεκτικές αναστηλώσεις που συσκεύαζαν τα μνημεία με αδιαπέραστο σκυρόδεμα και συνδέσεις με πανάκριβο τιτάνιο[3] επουλώνοντας τις φθορές του χρόνου και ιδίως τις παλαιότερες φάσεις, αφού είχαν πλέον καταργηθεί όλες οι προηγούμενες περίοδοι χρήσης των κτηρίων και προπάντων τα βαθύτερα στρώματα χρήσης του χώρου, δηλαδή, όλα όσα θα φανέρωναν την ιδιαιτερότητα και την αληθινή ιστορία των μνημείων, με εντολή υπουργού. 

  -Όποιος θέλει να ερευνήσει τις αρχαιότερες φάσεις -και ιδίως τις προγενέστερες της λεγόμενης παγκόσμιας ιστορίας- δεν θα έχει την ευλογία της εκκλησίας, θα αφορίζεται και θα μετατίθεται σε περιοχές χωρίς αρχαιότητες, όπου θα υπάρχουν μόνον Μακντόναλτς και θα ρέει άφθονη Κόκα-Κόλα.  

 -Και τα παιδιά ; Τί θα μαθαίνουν τα παιδιά; Tί θα βλέπουν τα παιδιά; 

 -Ταχυφαγεία  με παραδοσιακά ελληνικά μενού.  Αυτό δεν σας φτάνει; Τί τα θέλετε τώρα τα μεσοχαλκά;  Τί τα θέλετε; Δεν ξέρετε ότι οι Μυκηναίοι εξαπλώθηκαν παντού, μετά από τη σκοτεινή αυτή περίοδο και την μακρά περίοδο της λεγόμενης Ειρήνης του Μίνωα, Pax Minoica; Mέχρι την Τροία και την Ιταλία έφτασαν  ‘’για ένα αδειανό πουκάμισο, για μια Ελένη’’. Τί έμεινε από τους Μυκηναίους; Tίποτα! Γέμισαν κάποια Μουσεία! Έχουμε τις εισπράξεις από τα εισιτήρια και τουριστική ‘’ψευδοβιομηχανία’’. Αυτό δεν είναι αρκετό; Τόσα κονδύλια ξοδεύει το υπουργείο για σάς και τα αρχαία σας;

  Έτσι έγινε και σιώπησαν όλοι, καθώς στα αρμόδια υπουργεία ανώτατοι δημόσιοι λειτουργοί χειραγωγούνταν από τις πολιτικές ηγεσίες, άλλοι για τη διατήρηση της καρέκλας τους in situ και άλλοι για τα χρηματοδοτούμενα προγράμματα, οι ‘ίκανότεροι΄και για τα δυο. Οι ειδικευμένοι στα Μυκηναϊκά έγιναν διευθυντές στις Προϊστορικές Συλλογές των ανακαινισμένων, με πανάκριβες προθήκες Μουσείων και πακετάρουν τα αρχαία για εκθέσεις στην Ευρώπη και την Αμερική.  Ταξιδεύουν και δωρεάν.  Όλα πληρωμένα! 

  -Δεν είστε ευχαριστημένοι; Ο πολιτισμός ταξιδεύει με τη δική σας συνοδεία. Διαφημίζεται η  χώρα μας στο εξωτερικό. Η διαφήμιση θα φέρει τουρίστες. Τουρίστες, όχι επισκέπτες.  Δεν σας φτάνει αυτό;

  Στο συνέδριο των μεσοχαλκών δεν μπόρεσε να πάει. Στα σπλάχνα του νησιού έβγαιναν νέα ευρήματα της μέσης χαλκοκρατίας. Στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας μ.Χ. γέμιζαν οι αποθήκες με τα νέα ευρήματα των αρχών της δεύτερης προχριστιανικής χιλιετίας. Γέμιζαν οι αποθήκες του Μουσείου με τα νέα ευρήματα καθημερινά και στην ανασκαφή αποκαλύπτονταν τα λίθινα θεμέλια σπιτιών αλλοτινών ανθρώπων. Δρομάκια με βοτσαλάκια, σαν κέντημα, μικρότερα από αυτά που κατασκεύαζαν στο Μεσαίωνα, μεγάλα σπίτια ντυμένα με πορφυρόχρωμα γυαλιστερά δάπεδα που συνέχιζαν και στο εσωτερικό των τοίχων, όπως οι δεξαμενές καθαρμών στα μινωικά ανάκτορα. Πεζούλια και θρανία όπου έστηναν τα μεγάλα αποθηκευτικά αγγεία που έδειχναν την αυτάρκεια στο νοικοκυριό των οικιακών ομάδων και γενικότερα τις ασχολίες των κατοίκων. Κύπελλα και πιάτα λιτά και απέριττα, λεπτά και καλόγουστα σε σχήματα που μιμούνταν χρυσά και ασημένια σκεύη. Καλαθόσχημα αγγεία, πιθαράκια, κομψές ραμφόστομες πρόχοι, ασκοί με προχοή και τα πρώτα εισηγμένα Καμαραϊκά σκεύη. Κύπελλα με πτυχώσεις, με ηθμούς και λευκά μοτίβα επάνω σε αμαυρό επίχρισμα με ίχνη από ιώδες χρώμα.  Θα τα είχαν φέρει ναυτικοί και έμποροι από την Κρήτη των παλαιών ανακτόρων στα μακρινά ταξίδια τους στη μικρασιατική Μίλητο σηματοδοτώντας την αρχή του ελιτισμού και το καλό γούστο, πλάι στην αφθονία της εγχώριας παραγωγής.   

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

  Έβγαιναν οι άνθρωποι από τα κομψά τους σπίτια με τα αστραφτερά κονιάματα και τα γαλάζια κατώφλια και έτρεχαν στο βουνό, όπου είχαν έλθει ταξιδιώτες προσκυνητές ή έμποροι μαζί με άλλα προϊόντα και απαστράπτοντα λίθινα αγγεία από την Κρήτη. Ίσως να ταξίδευαν και οι ίδιοι οι ντόπιοι ως την Αίγυπτο με καράβια, κυκλαδικά ή κρητικά, αλλά και δικά τους, γιατί όχι; Τα φημισμένα πολύχρωμα ωοκέλυφα τροπιδωτά ή πτυχωτά κύπελλα θα τα αντάλλασαν, χωρίς τη μανία του κέρδους με Αιγυπτιακά ζατρίκια, χρυσό, εξωτικά αντικείμενα από την Εγγύς Ανατολή συζητώντας για νέες μεθόδους μέτρησης της γης, μεγάλα αντιπλημμυρικά έργα, τα αστέρια, τον ήλιο και τη ναυσιπλοΐα στη Μεσόγειο. Μπορεί και να ταξίδευαν και με καραβάνια στη μικρασιατική ενδοχώρα για την πολύτιμη ξυλεία ή τις πλούσιες πηγές μετάλλων. Εκεί θα έβλεπαν και τα μεγάλα ιερά και τα παλάτια, ενώ στο γειτονικό νησί, με το προστατευμένο λιμάνι της, θα μάθαιναν τα μυστικά της όπτησης στους κεραμεικούς  κλιβάνους των  απέριττων τροπιδωτών κυπέλλων. 

  Οι ασκοί, με λαβή στη ράχη και προχοή σωληνωτή, άλλοτε αμαυρόχρωμοι και άλλοτε άβαφοι, θύμιζαν την κομψότητα των προηγούμενων χρόνων, αλλά ήταν πιο λιτοί από  τους πτηνόμορφους και περίτεχνους και χρησίμευαν για τη μεταφορά των πολύτιμων αρωματικών ελαίων, που φτιάχνονταν λίγα χρόνια πριν σε όλα τα νησάκια της περιοχής τους. Δούλευαν οι αργαλειοί κοντά στα χωράφια και βορειότερα κοντά στο λιμάνι, εκεί που πολύ αργότερα έγινε ο ταρσανάς. Υφαντά, υφαντά, μάλλινα τα περισσότερα με ζωηρά χρώματα  που τα αντάλλαζαν με πολύτιμα εξωτικά προϊόντα ή αντικείμενα γοήτρου με σκοπό να έχουν αφθονία και ευδαιμονία στο σπιτικό τους.  

  Στον τόπο τους η πέτρα ήταν λιγοστή. Μετρημένες οι πωρόπετρες, που έπρεπε να τις κουβαλούν από μακριά. Συμπλήρωναν τα θεμέλια με ποταμίσια βότσαλα και θαλασσινούς ψαμμόλιθους και λάσπη από αργιλόχωμα, καλή συνδετική ύλη που χρησίμευε περισσότερο για την ανωδομή. Από τον δροσερό αχυροπηλό γίνονταν γρήγορα πλίνθοι που τις επένδυαν συνήθως με σκούρο κόκκινο κονίαμα. Ώρες δουλειάς, με μεράκι. Άστραφτε το σπιτικό, άνθιζε  το νοικοκυριό.

  Ήταν άνθρωποι με υλικότητα, χαίρονταν τη ζωή και απολάμβαναν τους καρπούς της δουλειάς τους, την υπεραξία της, σε απόλυτη συνάφεια με τη φύση, το ποτάμι, τα φυτά και τα ζώα. Είχαν χρόνο να χαρούν, να εμπνευστούν και να σκέπτονται πώς θα απολαμβάνουν την καθημερινότητα, πώς θα εξελιχθεί η τεχνολογία τους και να γίνει τέχνη.

 

 

 

 

 

 

 

  Έτσι κατόρθωσαν να κατασκευάζουν ευρύχωρα πολύθυρα σπίτια, με στιβαρά ψηλά κατώφλια διακοσμημένα με στιλπνό ζωγραφιστό κονίαμα, που επένδυε και τα εσωτερικά δάπεδα που μιμούνταν αστραφτερές πλάκες από μάρμαρο. Την άνοιξη και το καλοκαίρι τα πολύθυρα έμεναν ανοικτά για περισσότερο φως και δροσιά. Έτσι ήταν τα σπίτια τους, όπως αυτά που σήμερα λέγονται βιοκλιματικά και φτιάχνονται μόνο για τους λιγοστούς πλούσιους του πλανήτη.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

  Και όταν, κατά τη δύση του ήλιου, επέστρεφαν από τις δουλειές, αγρότες, ψαράδες, κυνηγοί, υφάντρες, κεραμείς ή κεραμίστριες, μεταλλουργοί, τεχνίτες των βαφείων και κτίστες γέμιζαν τα σπίτια ευτυχία.  Νοιάζονταν για τη φύση και τον καιρό, την βροχή, το κρύο, τη ζέστη, το χώμα, το νερό. Οι μικρές καθημερινές αγωνίες, οι αρρώστειες, κάποιος αναπάντεχος θάνατος είναι μερικές από τις μικρές ανθρώπινες ιστορίες που αφήνουν ακόμη τα ίχνη τους στα θεμέλια των σπιτιών και στα στρώματα καταστροφής ή στις δευτερογενείς αποθέσεις, σε δάπεδα, αυλές και δρόμους. Δεν φαίνονται τα σημάδια από τις καθημερινές ευτυχίες και τις δυστυχίες των ανθρώπων στο πέρασμα του χρόνου, περνούν ωστόσο στη συλλογική μνήμη του τόπου, σε τοπία που δεν άλλαξε ακόμη η τουριστική ανάπτυξη και η αντιπαροχή, αλλά θα αλλάξουν σύντομα οι επελαύνοντες επενδυτές των μνημονίων. Μεταδίδεται η αύρα του χρόνου στις στιγμές της ανασκαφής και στη μοναξιά του σκάμματος με τις στρωματογραφίες. 

  Στην πραγματικότητα, όμως, η μοναδική στιγμή, κατά την οποία αναδύεται το εύρημα με τη συνάφειά του με τον τόπο και τον χρόνο, παραμένει μόνο στις πέντε αισθήσεις σου, τα μάτια, την ακοή, την όσφρηση, την αφή και τη γεύση και έπειτα χάνεται. Εις μάτην οι αποτυπώσεις  σε κλίμακες ένα προς ένα, οι ψηφιακές φωτογραφήσεις με κλίμακες ακριβείας, οι οπτικές γωνίες, οι κατόψεις, οι όψεις, οι βιντεοσκοπήσεις, οι αναπαραστάσεις, τα άπιαστα τρισδιάτατα, τα χειρόγραφα ημερολόγια ανασκαφής και οι ενδείξεις προέλευσης με ανεξίτηλους μαρκαδόρους.  Η αγωνία και οι τύψεις της μετακίνησης του προ αιώνων ανέπαφου δεν ωφελούν, εκτός ίσως μόνον αν προλάβεις να  το ερμηνεύσεις μεταφέροντας το σημαίνον και το σημαινόμενο στις σημερινές και τις επόμενες γενιές, την αλυσίδα της ζωής που συνεχίζεται και διδάσκεται μέσα από το παρελθόν. Έτσι μόνον, όταν διαβάζοντας, μυρίζοντας, αγγίζοντας, ακούγοντας και γευόμενος/η, ίσως τότε, σιγά-σιγά,  μπορέσεις  να αφουγραστείς τις αγωνίες των ανθρώπων, σε διαστάσεις που δεν μπορεί να αφηγηθεί μόνο του το εύρημα και η συνάφειά του. 

  Βλέπεις τα πρόσωπά τους, ακούς τις φωνές τους. Οι βροχές ήσυχες, ευλογημένες άλλοτε προξενούσαν χαρά και άλλοτε αγωνία για μια ακόμη καταστροφή από πλημμύρα. Θυμάσαι τις πλημμύρες αρχαιότερων φάσεων, σε άλλες θέσεις ή και βαθύτερα στην ίδια κάθετη στρωματογραφία, ταυτίζεις εικόνες από στρώματα καταστροφής και λες μήπως είχαν μάθει για τις συμφορές που  βρήκαν τους παππούδες και τους προπαππούδες τους. Να, όπως τότε διακόσια χρόνια πριν, τότε που το νερό παρέσυρε τα πάντα, ένα βράδυ πριν από το δείπνο, με το μαυρισμένο τσουκάλι στη φωτιά, μόνο με νερό, πριν προλάβουν να μαγειρέψουν στο μεγάλο πήλινο σκεύος το νόστιμο βοδινό κρέας γύρω στα τέλη της 2ης χιλιετηρίδας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

  Λες να ήξεραν και εκείνοι αυτά που είδες εσύ τότε που παρασύρθηκαν οι τοίχοι και το νοικοκυριό ολόκληρο προς τη μεριά της θάλασσας. Ταξίδι στον χρόνο, εσύ και εκείνοι μοιράζεστε τα μυστικά ασήμαντων καθημερινών γεγονότων που έγραψαν ανώνυμα την ίδια ιστορία, τη δική σου την μακρινή και τη δική τους την κοντινή, την ίδια που εσύ διάβασες στο χώμα και εκείνοι άκουσαν, αλλά δεν είδαν. Νιώθεις ότι μοιάζετε, τούς βλέπεις να κινούνται στο χώρο, στις ίδιες πεδιάδες και τα βουνά και να ταξιδεύετε στις ίδιες θάλασσες, εκείνοι και εσύ, άλλες εποχές, εκείνοι καλύτερες και εσύ μάλλον χειρότερες.Τόσο κοντά και τόσο μακριά, σαν ταινία του  Βιμ Βέντερς.

  Έφυγαν. Ανέβηκαν στο βουνό με τα πεύκα και τα ελάφια και απλώθηκαν στα ψηλότερα σημεία της πλαγιάς συνεχίζοντας να ζουν, να δουλεύουν και να επιστρέφουν πριν τη δύση του ήλιου στα σπίτια με τα κόκκινα δάπεδα. Τούς άρεσε πολύ το κόκκινο. Κόκκινα ή πορτοκαλόχρωμα αγγεία με τη βοήθεια του πρώτου τροχού, αλλά και τα ίχνη των χεριών του αγγειοπλάστη. Τούς είχε ακόμη μείνει η συνήθεια να δουλεύουν τον πηλό και με το χέρι. Να αφήνουν τα αποτυπώματα των χεριών τους στο νωπό πηλό.  Τα ευλογημένα χέρια, τα μεσοχαλκά, των αρχών της 2ης χιλιετίας π.Χ.   

  Φως! Τίποτα δεν ήταν σκοτεινό, χρώμα, χρώματα της γης. Το κόκκινο και το καστανό, το σκούρο γκρίζο, χωρίς εγχάραξη. Οι μακρινές γιαγιάδες χάραζαν τα κοσμήματα στα παλιότερα σκεύη του σπιτιού, διακοσμούσαν με εγχάραξη τους πτηνόμορφους ασκούς, τους κρατηρίσκους,τις πυξιδούλες, ακόμη και τα μικρά σφονδύλια για το μεταξωτό νήμα. Είχαν περισσότερο χρόνο και μεράκι.  Στις πεδιάδες, πριν από την πλημμύρα βοσκούσαν αμέριμνα ολόπαχα βόδια. Αφθονία, είχαν αφθονία και αυτάρκεια. Δεν φοβόντουσαν το νερό. Φούντωνε το καταπράσινο χορτάρι για τη βοσκή και το γαλάζιο νερό στην άκρη της γης τούς ταξίδευε απέναντι στη μεγάλη γη, χωρίς σύνορα και φόβο. Φώς και χρώμα. Δεν ήταν σκοτεινά τα μεσοχαλκά. Προετοίμαζαν τη μεγάλη πόλη, την κοσμοπολίτικη, με το λιμάνι σε δελταϊκούς σχηματισμούς και στο βάθος το βουνό με τα ελάφια να καλπάζουν ανάμεσα σε πεύκα.  

 


 Ταξίδευαν! Έρχονταν και ξένοι, ανέβαιναν μαζί στο βουνό όλοι μαζί, χωρίς ειδώλια,  με λίθινα εισηγμένα αγγεία και υφαντά με γεωμετρικά σχέδια που αντέγραφαν την τοπική παράδοση, από προγιαγιά σε δισέγγονα.  Όλα αυτά σε κάνουν να συλλογιέσαι τα φύλλα, τις ηλικίες, τους ξεχωριστούς ρόλους, την εξειδίκευση, τους πλούσιους, τους φτωχούς, την ιεραρχία, τις κοινότητες, τους ταξιδευτές. Να πως γίνεται να ερμηνεύεις, πέρα από την χρονολόγηση, την τυπολογία, τις ταυτίσεις των παράλληλων, την ανωνυμία, την απουσία επωνύμων αρχόντων, την έλλειψη γραφής και επιγραφών. 

 

Επίλογος

  Ήθελε όμως πρώτα απ’ όλα να τους πει για το φως των μεσοχαλκών και τα λάθη της χρονολόγησης, την αρχή, το πρώτο κεφάλαιο...

  -Διήρκεσε λιγότερο απ’ όσο νομίζαμε εκείνη η εποχή. Το σκοτάδι είναι δικό μας λάθος. 

Ήθελε να τα πει. Σεμνά, με λίγα λόγια. Τα διάβασε στο βιβλίο από χώμα και στρωματογραφία, είχε και άνθρακα για τις ραδιοχρονολογήσεις, αλλά καμία χρηματοδότηση για τις αρχαιομετρικές μελέτες. Ο συνεργάτης αρχαιομέτρης, εκείνος που όλοι τον εμπιστεύονταν για την ακρίβεια στις μετρήσεις και τις γνώσεις του και πάσχιζαν να συνυπογράφουν τις μελέτες του οι προϊστάμενοι που του έσκαβαν τον λάκκο,  είχε απολυθεί από το ερευνητικό κέντρο. Άνεργος κι αυτός, όπως πολλοί άλλοι που απολύθηκαν γιατί, όπως έλεγαν οι νομομαθείς, είχαν κενά στις συμβάσεις, χειρότερα από τα κενά στις μετρήσεις του χρόνου που μέτραγαν και ξαναμετρώντας έβλεπαν ότι ήταν κενά στις γνώσεις. Απολύθηκαν γιατί έπρεπε να  βγεί ο αριθμός των απολυμένων και τα ποσοστά, χωρίς να ξέρουν να μετρούν, στην τύχη, ίσως και γιατί κατά βάθος έτρεμαν  για τις συγκρίσεις σε τυχόν επιστημονική αναμέτρηση... Ο αρχαιομέτρης, όμως ήξερε καλά να μετρά. Δεν υπήρχε κενό στο χρόνο, έλεγε και ξανάλεγε, γεμίζοντας σελίδες και σελίδες με τις ακριβείς μετρήσεις του.

 -Το σκοτάδι ανήκει σε μας. Εμείς θέλουμε να λέμε ότι είναι σκοτεινές οι εποχές της ιδιαιτερότητας. Κάτι μέσα μας φταίει που  φαίνονται σκοτεινοί οι χρόνοι. Άνισες οι χρηματοδοτήσεις, χωρίς ιεράρχηση, αξιολογούνται με γνωριμίες, με ονόματα, μέσα από καταλόγους πολιτικώς ορθών πολιτών και επιστημόνων. Σκοτάδι είναι η σιωπή. Σκοτάδι είναι η άνιση μεταχείριση και η άνιση χρηματοδότηση. Σκοτάδι είναι η ημιτελής γνώση, η αυτοπροβολή,  σκοτάδι είναι η μίζερη παιδεία και το βόλεμα.

   Επιμένει. Βρίσκει ότι δεν υπάρχουν κενά και αποφάσισε με λίγους άλλους που δουλεύουν σιωπηλά, αλλά δεν σιωπούν, να αρχίσουν τα αντιμαθήματα στις σχολές. Μόνον για τα παιδιά, μαζί με τους φοιτητές που είναι διαφορετικοί και επιμένουν για την Παιδεία και το Φως, γιατί αυτό είναι η Ελευθερία.  Δεν υπάρχει σκοτάδι. Είναι τεχνητό και σκηνοθετημένο  από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης που αντί για γνώση διαδίδουν τα ψέμματα των ολίγων και των ισχυρών. Δεν μπόρεσε να το πει ακόμη. Θέλει όμως  να το διηγηθεί στα ‘αντιμαθήματα’ των φοιτητών που γυρνούν τα βράδια στις σχολές τους με κόκκινα και πρησμένα μάτια από τα ληγμένα δακρυγόνα. 

 

                                                                                                  Τ.Μ.

                                                                                                  Άνοιξη 2012

 

 

 



[1] Μού το θύμισε αγαπημένη συνάδελφος. Κείμενο προφητικό, που γράφτηκε το 2012, για τα χειρότερα που ακολούθησαν έως σήμερα και για τα ακόμη χειρότερα που θα έλθουν. Κανείς όμως δεν μπορούσε να φανταστεί την τύχη που περίμενε και τα Βυζαντινά μνημεία που τώρα ξεριζώνονται στην καρδιά της Θεσσαλονίκης. Ούτε αυτά πλέον μπορούν να χαρακτηρισθούν πολιτικώς ορθό. Είναι εν τέλει κοινή η μοίρα των μνημείων στις μέρες μας, όπως και κοινοί και ενωμένοι οι αγώνες για την προστασία και τη σωτηρία τους. Με την ελπίδα να μην αφήσουμε να έλθουν τα χειρότερα.

[2] Έκθεση αρχαίων αντικειμένων, χωρίς τις σχετικές με αυστηρές προδιαγραφές των αρμοδίων Δ/νσεων του Υπουργείου Πολιστιμού σε Ιερά Μονή τουριστικόύ νησιού.

[3] Το τιτάνιο μάλιστα φρόντιζε μάλιστα ο επιβλέπων μηχανικός να μην χρεώνεται στον εργολάβο αλλά τού το χορηγούσε κρυφίως η αρμόδια δημόσια Υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού, όπως ανελάμβανε με μαεστρία να αναλαμβάνει και άλλα του έξοδά του προς ΄διευκόλυνσή’ του, καθώς οι εργολάβοι ήταν συνήθως εθνικοί και ποικιλοτρόπως κρατικοδίαιτοι.

Σάββατο 22 Αυγούστου 2020

Τα Μουσεία στην Ελλάδα "σήμερα" (Ιούνιος 2011)


Τα Μουσεία στην Ελλάδα "σήμερα" (Ιούνιος 2011)

Ρόδος, Ioύνιος 2011

(ένα παλιό προφητικό και δυστυχώς και πάλι επίκαιρο κείμενo) 

Εις μνήμην Χρήστου και Σέμνης Καρούζου



Η Εφημερίδα Καθημερινή, πιστή στις ορέξεις της Τρόικας και εν όψει της εφαρμογής του Μνημονίου ΙΙ (βλ. «μεσοπρόθεσμο») συνεχίζει τη διαφήμιση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου με ολοσέλιδο αφιέρωμα στην Κυριακάτικη έκδοση της 19ης Ιουνίου 2011, όπου παρουσιάζει την εικόνα της αποτελμάτωσης του μεγαλύτερου Μουσείου της χώρας, ως «μικρή αγγελία πώλησης» σε καλή και συμφέρουσα τιμή, αφού πρώτα περάσει από ένα εικονικό προ-στάδιο μετατροπής του σε Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, κατά το πρότυπο του Μουσείου της Ακρόπολης.  

Η εμβληματική πρόσοψη του Μουσείου απεικονίζεται, χωρίς τα ακρωτήριά του (άραγε και αυτό για λόγους συμβολικούς;), με λιγοστούς επισκέπτες να περιφέρονται περίλυποι στα άλλοτε φιλόξενα σκαλοπάτιά του.  



Στην ίδια σελίδα φιλοξενεί, προς επίρρωση της νεοφιλελεύθερης τοποθέτησης του συντάκτη του άρθρου, τις απόψεις δύο συνταξιούχων καθηγητών της αρχαιολογίας, οι οποίοι, ωστόσο συνεχίζουν ανεμπόδιστα το αρχαιολογικό τους έργο επί πολλά έτη μετά τη συνταξιοδότησή τους, επιχορηγούμενοι από το κατά τα άλλα αδιάφορο ΥΠΠΟΤ και άλλα ιδρύματα, ενώ γύρω τους αυξάνονται με ραγδαίους ρυθμούς οι άνεργοι πρώην φοιτητές τους, έως και τα παιδιά των πρώην φοιτητών τους.  Από τα λεγόμενα των διακεκριμένων αυτών αρχαιολόγων, οι οποίοι φαίνεται ότι λησμόνησαν την Αρχαιολογική Υπηρεσία που υπηρέτησαν κάποτε και οι ίδιοι, διαφαίνεται ότι συμπληρώνουν με το δικό τους λόγο και τρόπο τον κατάλογο των 32 «πνευματικών ανθρώπων» του τόπου που πρόσφατα εκφράστηκαν υπέρ του μνημονίου, οι οποίοι μόνον περήφανους δεν μπορούν να μας κάνουν.


Μαζί τους και ένας πρώην υπουργός Πολιτισμού, ιδρυτής σήμερα του Διαζώματος, μιας πρωτοβουλίας «που φέρνει κοντά κράτος και ιδιωτικό κεφάλαιο προς όφελος της αναστήλωσης και της ανάδειξης αρχαίων θεάτρων».  Από το θλιβερό αυτό πάνελ λείπουν και πάλι οι πραγματικά μαχόμενοι αρχαιολόγοι του κλάδου ενώ δεν παρουσιάζονται οι αληθινοί λόγοι της κατάντιας των Μουσείων, όπως, λ.χ.  τα λιγοστά κονδύλια, οι απολύσεις του προσωπικού, οι επιχορηγήσεις για την ανάδειξη έργων επωνύμων ή συγγενών και φίλων επωνύμων σε βάρος των μνημείων που κινδυνεύουν πραγματικά και βεβαίως σε βάρος των Μουσείων που παραμένουν κλειστά το χειμώνα ή εν μέρει κλειστά κατά τη θερινή περίοδο. 

Είναι αυτονόητο ότι η βασική προϋπόθεση και μεθόδευση για την υλοποίηση των σχεδίων της παράδοσης του δημόσιου πλούτου της χώρας σε αλλότριους είναι η στοχευμένη εγκατάλειψη και η μη αξιοποίηση της περιουσίας του, με τα Μουσεία και τους Αρχαιολογικούς χώρους να αποτελούν ένα σημαντικό κεφάλαιο κερδοφορίας επιτηδείων.  Η παραπάνω μεθόδευση, όπως αποδεικνύεται εκ των υστέρων, αποτελεί μέρος ενός σχεδίου που ετοιμάζεται εδώ και χρόνια.  Η δυσφήμηση των κρατικών Μουσείων, προσφιλές πλέον άθλημα των ΜΜΕ, η δραματική μείωση του προσωπικού, τα περιορισμένα ωράρια επισκέψεων, τα κλειστά κατά τη χειμερινή περίοδο έως το τέλος Μαΐου Μουσεία μας, τα εγκαταλελειμμένα πωλητήρια και κυλικεία του Τ.Α.Π.Α, από τον καιρό του πάλαι ποτέ τέως προέδρου του κ. Ρερέ, έχει σιγά-σιγά και σταθερά επιτύχει την υποτίμηση της αξίας της ανεκτίμητης αυτής περιουσίας και την ευκολότερη και με την συμφερότερη τιμή «πώλησή» της, στο όνομα της λεγόμενης αξιοποίησης και ανάδειξης. 

Το μοντέλο είναι γνωστό από την αρχή της δεκαετίας του 90 και ακούστηκε πρόσφατα δια στόματος του αρχηγού του Eurogroup.  Εφαρμόστηκε με πλήρη αποτυχία στην Ανατολική Γερμανία, μετά την πτώση του τείχους, από την εταιρεία Treuhandanstalt (εννοείται ιδιωτική), η κακοδιαχείριση της οποίας, στις αρχές της δεκαετίας του '90  έστειλε 2,5 εκ. εργαζόμενους στην ανεργία αφού «αξιοποίησε»» ποδειγματικά  8.500 κρατικές επιχειρήσεις με αποτέλεσμα ένα χρέον  270 δισ. μάρκων! (Ελευθεροτυπία29/5/2011, άρθρο Μπάμπη Μιχάλη).  Αυτά για να μην τρέφουμε αυταπάτες ότι, εάν η αναξιοποίητη περιουσία του Τ.Α.Π.Α. (επιμένουμε στο τελευταίο Α) δοθεί με οιονδήποτε τρόπο σε ιδιώτες ή άλλου είδους μεσάζοντες, θα είναι καλύτερα από σήμερα. 

Η πικρή αυτή ιστορία ξεκίνησε την κατά τα άλλα χρυσή δεκαετία του 1980.  Όταν, με πρόσχημα το δημόσιο λογιστικό, άρχισαν να υπογράφονται οι προγραμματικές συμβάσεις με δήμους, σχήμα που μεταλλάχτηκε στα περίφημα Ταμεία Διαχείρισης Πιστώσεων για την Εκτέλεση Αρχαιολογικών Έργων.  Από τότε ξεκίνησε και η ουσιαστική διάλυση του Ενιαίου Φορέα Προστασίας των Μνημείων,  η υποχρηματοδότηση και υπολειτουργία των αποδυναμωμένων Εφορειών, οι οποίες στη συνέχεια ρίχτηκαν στον αγώνα των μεγάλων έργων του Γ’ ΚΠΣ και τώρα των ΕΣΠΑ.  Με τον άθλο των ΚΠΣ, αποτέλεσμα της ενταντικοποίησης της δουλειάς των υπευθύνων αρχαιολόγων, εννοείται χωρίς υπερωριακή αμοιβή και συχνά και με δικά τους έξοδα, ολοκληρώθηκαν πολλά κρατικά Μουσεία, διαμορφώθηκαν αρχαιολογικοί χώροι, χωρίς ωστόσο στη συνέχεια να εξασφαλίζεται, ηθελημένα ή μη, καμία υποδομή για τη συντήρησή τους, χωρίς να δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας, με αποτέλεσμα την εγκατάλειψή τους, γεγονός που παρατηρείται και σε πολλά έργα των ΤΔΠΕΑ, των οποίων η τύχη είναι άγνωστη. 

 Τα Μουσεία, που σήμερα με τόση ευκολία δυσφημίζεi ο συντάκτης του άρθρου, αρχίζοντας από το Εθνικό Αρχαιολογικό, με τα λιγοστά κονδύλια, τις περιορισμένες προσλήψεις δεν θα διασωθούν με την οιαδήποτε ανεξαρτητοποίηση ή ακόμη χειρότερα με την σταδιακή αποκρατικοποίηση, την οποία επικαλείστε εμμέσως πλήν σαφώς ως λύση.  Τα Μουσεία, που στήθηκαν και  ολοκληρώθηκαν με τη σκληρή δουλειά των δημόσιων λειτουργών ανώνυμοι οι περισσότεροι και με τον μέγιστο βαθμό δυσκολίας αλλά από το περίσσευμα της γνώσης και της μελέτης τους με προσωπική εργασία που δεν πληρώνεται,ξενύχτια και οι υπερωρίες, αποτελούν το μεγαλύτερο κεφάλαιο του τόπου, δημόσιο αγαθό και αποτελεί ύψιστο έγκλημα η παράδοσή τους σε  αλλότρια χέρια αδιάφορων και άσχετων managers, ενώ η αποκοπή τους από τις Εφορείας Αρχαιοτήτων, με σκοπό την πολυπόθητη «ανάδειξη ή αξιοποίηση» θα είναι ο βέβαιος θάνατός τους.  

Τα Ελληνικά Μουσεία δεν είναι Μουσεία κλεμμένων αρχαιοτήτων, όπου συχνά αποκαλύπτονται και πλαστές αρχαιότητες, ούτε είναι εκθέσεις έργων τέχνης, αλλά ζωντανοί οργανισμοί με συνεχή και διαλεκτική σχέση με τις ανασκαφές και τη ζωή των πόλεων, που τα φιλοξενούν, σε αντίθεση με τα  Μουσεία της Εσπερίας, όπου όμως ο δημόσιος χαρακτήρας πολλών από αυτά διαφυλάττεται ως κόρη οφθαλμού. Τα μεγάλα δημόσια Μουσεία μας, με πρώτο το  Εθνικό  Αρχαιολογικό είναι τα εμβλήματα του τόπου μας, είναι οι ακροπόλεις μας, που δεν πολιορκούνται από τα ξένα συμφέροντα αλλά ούτε από τα τοπικά.  Δεν είναι χώροι για κυριλέ managers, αλλά για σεμνούς δημόσιους λειτουργούς, χωρίς προσωπική προβολή.  Είναι κτήμα του ελληνικού λαού, για τα οποία είναι όλοι έτοιμοι να αγωνιστούν, όπως αγωνίστηκαν κάποτε η Σέμνη και ο Χρήστος Καρούζος, θάβοντας ευλαβικά τις αρχαιότητες στις παραμονές του πολέμου.  Σε αυτόν τον πόλεμο εμείς δεν έχουμε άλλο παράδειγμα να μιμηθούμε μιας και οι αυτοαποκαλούμενοι πνευματικοί άνθρωποι του τόπου μάς προδίδουν καθημερινά και δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να μας απογοητεύουν και να μάς εκπλήσσουν αρνητικά.


Τα Μουσεία και οι εκθέσεις, που ουδέποτε διαφημίστηκαν, όπως διαφημίστηκε το περίφημο Μουσείο της Ακρόπολης - για να μην ξεχνάμε εκείνα τα πανάκριβα εγκαίνια των 3.000.000 ΕΥΡΩ !!!, όταν κατέρρεαν μνημεία  ή  τις πληθωρικές διαφημίσεις εκθέσεων σε ιδιωτικά μουσεία από τα ΜΜΕ - είναι η υπεραξία της σκληρής μας και μη αμειβόμενης δουλειάς, είναι οι χώροι που φυλάσσονται τα πολύτιμα ευρήματα των ανασκαφών, είναι η κιβωτός της προϊστορίας μας και της ιστορίας μας που δεν παρακμάζει ποτέ και δεν πρόκειται να επιτρέψουμε κανενός είδους εκμετάλλευση από φορείς ξένους προς τον Ενιαίο Φορέα Προστασίας που είναι η Αρχαιολογική Υπηρεσία με τον δημόσιο υπερήφανο χαρακτήρα της. Αυτή είναι και η μόνη απάντηση στην φτιαχτή αυτή κρίση που είναι αποτέλεσμα της κακοδιαχείρισης του νεοφιλελευθερισμού και του παράλογου καπιταλισμού, την οποία δεν θα πληρώσει η πολιτιστική μας κληρονομιά, αλλά εκείνοι που την δημιούργησαν

Τρίτη 28 Απριλίου 2020


ἤ̣δε σε, [Ν]ικόγενες, κεύθει χθὼν τῆλε Καλύμν̣[ας] πατρίδος, ἀκμ̣α̣ί̣α̣ν̣ δ̣’ ὤ̣λεσα[ς ἡ]λικία[ν


Κανείς μας δεν μπορούσε να φανταστεί το ελπιδοφόρο εκείνο 
φθινόπωρο, που εμφανίστηκαν τόσο ξαφνικά μπροστά μας 
οι Μυκηναίοι, ότι η άνοιξη θα ερχόταν τόσο μελαγχολική 
και δύσκολη, ύστερα μάλιστα από έναν τόσο σύντομο και 
γλυκό χειμώνα με τους αγαπημένους.  
Παρήγορες είναι ακόμη εκείνες οι φθινοπωρινές εικόνες 
με τους περήφανους Μυκηναίους, που, μαζί με  λιγοστούς
ταξιδιώτες από την Ουγκαρίτ, αποβιβάζονταν από τα
κοίλα πλοία τους στα δυο φιλόξενα 
λιμάνια του νησιού, το μεγάλο και το κλειστό,
 φέρνοντας δώρα και το μήνυμα ότι  
σταμάτησαν oι πόλεμοι στην Εγγύς Ανατολή και 
οι άνθρωποι γύριζαν πίσω στους τόπους τους.  
Θα ξανάκτιζαν έλεγαν τα σπίτια τους, 
θα λειτουργούσαν τα εργαστήρια και 
θα άνθιζαν οι τέχνες. 
Οι ζωγράφοι ετοίμαζαν τους χρωστήρες 
για εικονογραφικές συνθέσεις 
εμπνευμένες από τα  ταξίδια, ενώ 
οι αρχιτεχνίτες χάραζαν σε πήλινες πλάκες 
πολεοδομικά σχέδια με μεγάλα καινούργια σπίτια,
στη θέση όσων είχαν καταστραφεί στον πόλεμο.

  
Στο μυαλό μου ερχόταν και ξαναρχόταν το εφηβικό
 εκείνο όνειρο που ανεβασμένη 
στον λόφο έβλεπα την επανάσταση των υπηκόων του άνακτος
και στο βάθος μάχες κατά μήκος του ποταμού της τοιχογραφίας
 του ανακτόρου του Νέστορος.
Άραγε πώς θα ήταν η μνήμη του τόπου τους όταν επέστρεφαν; 
Πόσοι θα επέστρεφαν και πόσοι θα έλειπαν παντοτινά. 
Θυμήθηκα τη Ραμίρα, που είχε κοιμήσει τα παιδιά της
 στην πατρίδα της στη Συρία-
δεν έλεγε ότι είχαν σκοτωθεί- 
τους χαμένους συντρόφους της Αλίας, 
το γκρεμισμένο σχολειό του Χουσείν, 
τον δικό μας ξυπόλυτο Ιμπραήμ, 
χαμογελαστό πάντα,
με ανασηκωμένα τα παντελόνια, και
την Αμίνα με τη μαύρη μπούργκα.
που τη συγκρατούσε με μια λεπτή χρυσαφένια αλυσιδίτσα, 
τη Σαμπάχα με την κορδελίτσα στα μαλλιά.

 

Κλείνω τα μάτια και μού έρχονται όλα, 
οι μουσικές,
οι εικόνες, οι φωνές των παιδιών
στον δρόμο τα απογεύματα, οι μυρωδιές,
τα  παραμύθια με τις Μαρουδίτσες,
ακόμη και τα παιδικά όνειρα ή οι εφιάλτες,
η εικόνα των τοίχων που ξέφτιζαν οι σοβάδες τους
και εκείνη η αβάσταχτη λύπη της φθοράς των σπιτιών,
που γερνούν και ασχημαίνουν,
 πριν αποστειρωθούν ως ωραία στάσιμα ερείπια,
χαμηλά θεμέλια
που σκεπάζει η προστατευτική σκόνη του χρόνου.
Αφορμή στάθηκε αυτήν τη φορά η επιγραφή του Νικογένη: 


       ἤ̣δε σε, [Ν]ικόγενες, κεύθει χθὼν τῆλε Καλύμν̣[ας]
πατρίδος, ἀκμ̣α̣ί̣α̣ν̣ δ̣’ ὤ̣λεσα[ς ἡ]λικία


https://www.youtube.com/watch?v=_joqenrpMSQ

Κοινή η μοίρα του με τόσους άλλους που κοιμήθηκαν μακριά από την πατρίδα, σε θαλάσσια ή στεριανά μνήματα, που δεν θα επισκεφθεί ποτέ κανείς, με κτερίσματα και προσφορές, παρηγοριά των ζωντανών και συντροφιά των νεκρών, νεκροί ακτέριστοι, χωρίς νεκρόδειπνα και τελετουργίες. Μόνοι στη γη ή στη θάλασσα, έτσι όπως στις πανδημίες καλυμμένοι με ασβέστη, απέριττοι ομαδικοί τάφοι, χωρίς σήματα επιτύμβια, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, όπως στις μάχες σε μακρινά βουνά και αχανείς πεδιάδες. Πόσοι Νικογένηδες στον βυθό και την απεραντοσύνη του πελάγους;